Ορισμοί εσόδων
[1.1] Φόροι (Taxes). Οι φόροι είναι υποχρεωτικά μη ανταποδοτικά ποσά που εισπράττουν οντότητες της γενικής κυβέρνησης από τους υπόχρεους φορείς, βάσει νόμων ή και κανονισμών που καθιερώνονται για να παρέχουν έσοδα στην γενική κυβέρνηση. Οι φόροι ταξινομούνται κυρίως αναφορικά με τη βάση επί της οποίας επιβάλλονται. Κανονικά, η επιβολή ενός φόρου για συγκεκριμένη χρήση δεν επηρεάζει την ταξινόμησή του. Οι φόροι δεν περιλαμβάνουν πρόστιμα ή άλλες ποινές που επιβάλλονται για παραβάσεις νόμου. Τα ποσά αυτά καταχωρούνται στην κατηγορία «Πρόστιμα, ποινές και καταλογισμοί» (Λογαριασμός 1.5.6). [1.1.1] Φόροι επί αγαθών και υπηρεσιών (Taxes on goods and services). Αφορούν φόρους που είναι πληρωτέοι ανά μονάδα συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας που παράγεται ή ανταλλάσσεται, εξαιρουμένων των φόρων και δασμών επί εισαγωγών (Λογαριασμός 1.1.2). Ο φόρος μπορεί να είναι ένα συγκεκριμένο ποσό χρημάτων ανά μονάδα ποσότητας ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας ή μπορεί να υπολογίζεται ως ένα συγκεκριμένο ποσοστό της τιμής ανά μονάδα ή της αξίας των αγαθών και των υπηρεσιών που παράγονται ή ανταλλάσσονται. Τέτοιοι φόροι (που προσδιορίζονται επί ενός προϊόντος), περιλαμβάνονται σε αυτή την κατηγορία ανεξάρτητα από το ποιος τους καταβάλλει. [1.1.1.01] και [1.1.1.02] Φόροι προστιθέμενης αξίας (Value added taxes). Οι φόροι τύπου προστιθέμενης αξίας είναι φόροι επί αγαθών ή υπηρεσιών που εισπράττονται σε στάδια από τις επιχειρήσεις και τελικά χρεώνονται στο σύνολό τους στον τελικό αγοραστή. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται, ο φόρος προστιθέμενης αξίας που εισπράττεται από την γενική κυβέρνηση και εφαρμόζεται στα εγχώρια και εισαγόμενα προϊόντα, καθώς επίσης και άλλοι εκπιπτόμενοι φόροι που εφαρμόζονται με παρόμοιους κανόνες με αυτούς του φόρου προστιθέμενης αξίας. Το κοινό χαρακτηριστικό των φόρων προστιθέμενης αξίας είναι ότι οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν στην γενική κυβέρνηση μόνο τη διαφορά μεταξύ του ΦΠΑ των πωλήσεών τους και του ΦΠΑ των δαπανών τους. [1.1.1.03] Ειδικοί φόροι κατανάλωσης (Excise duties). Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης επιβάλλονται ως ειδικοί ανά μονάδα προϊόντος φόροι επί προκαθορισμένου και περιορισμένου εύρους προϊόντων (πέραν εκείνων που περιλαμβάνονται στους φόρους και δασμούς επί εισαγωγών (Λογαριασμός 1.1.2). Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης συνήθως επιβάλλονται σε πολυτελή ή μη βασικά αγαθά, σε αλκοολούχα ποτά, στον καπνό, σε ενεργειακά προϊόντα και συναφή αγαθά και υπολογίζονται με διαφοροποιημένους ανά κατηγορία προϊόντος συντελεστές. Μπορεί να επιβάλλονται σε οποιοδήποτε στάδιο παραγωγής ή διανομής και συνήθως υπολογίζονται ως μια συγκεκριμένη χρέωση ανά μονάδα βάσει χαρακτηριστικών αναφοράς που αφορούν αξίες, βάρος, ισχύ ή ποσότητα του προϊόντος. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται ειδικοί φόροι επί εξατομικευμένων προϊόντων όπως τα προϊόντα καπνού, τα αλκοολούχα ποτά, τα καύσιμα των οχημάτων και τα έλαια των υδρογονανθράκων. Εάν ένας φόρος που συλλέγεται κυρίως επί εισαγομένων αγαθών, επίσης εφαρμόζεται ή θα μπορούσε να εφαρμοστεί με τον ίδιο νόμο σε συγκρίσιμα εγχώρια παραγόμενα αγαθά, το έσοδο από αυτό το φόρο ταξινομείται ως ειδικός φόρος κατανάλωσης και όχι ως δασμός εισαγωγών. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται έστω και εάν δεν υπάρχει συγκρίσιμη εγχώρια παραγωγή ή δεν υπάρχει πιθανότητα τέτοιας παραγωγής. Φόροι επί της χρήσης υπηρεσιών κοινής ωφέλειας όπως το νερό, ο ηλεκτρισμός, το αέριο και η ενέργεια, θεωρούνται ως ειδικοί φόροι κατανάλωσης και όχι ως φόροι επί συγκεκριμένων υπηρεσιών. [1.1.1.04] Φόροι με μορφή χαρτοσήμου (Stamp taxes). Αφορά διάφορους φόρους που ονομάζονται φόροι χαρτοσήμου, ανεξάρτητα του εάν εισπράττονται με τη μορφή χαρτοσήμου (κινητού επισήματος). [1.1.1.05] Φόροι επί χρηματοοικονομικών και κεφαλαιακών συναλλαγών (Taxes on financial and capital transactions). Φόροι πληρωτέοι κατά την αγορά ή πώληση μη χρηματοοικονομικών και χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένου του ξένου συναλλάγματος. Οι φόροι αυτοί καθίστανται πληρωτέοι όταν αλλάζει η κυριότητα ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν αυτό είναι αποτέλεσμα μεταφοράς κεφαλαίου (κυρίως κληρονομιών και δωρεών), οπότε καταγράφονται ως «Φόροι κεφαλαίου» (Λογαριασμός 1.1.6). [1.1.1.06] Φόροι ταξινόμησης οχημάτων (Car registration taxes). Φόροι πληρωτέοι κατά την πρώτη κυκλοφορία οχημάτων στη χώρα. [1.1.1.08] Λοιποί φόροι επί συγκεκριμένων υπηρεσιών (Other taxes on specific services). Φόροι που επιβάλλονται επί συγκεκριμένων υπηρεσιών, όπως διασκέδαση, εισιτήρια του θεάτρου και κινηματογράφου, λαχεία και τυχερά παιγνίδια (εκτός όσων υπολογίζονται επί κερδών λαχείων και τυχερών παιχνιδιών), ασφάλιστρα, ξενοδοχεία ή διαμονή, υπηρεσίες στέγασης, εστιατόρια, μεταφορές, επικοινωνία, διαφήμιση κ.λπ. [1.1.1.09] Λοιποί φόροι επί αγαθών (Other taxes on goods). Φόροι που επιβάλλονται επί των γενικών πωλήσεων ή του κύκλου εργασιών, εκτός του φόρου τύπου προστιθέμενης αξίας, φόροι επί της εξαγωγής προϊόντων και οποιοσδήποτε άλλος φόρος επί αγαθών που δεν περιλαμβάνεται στις παραπάνω κατηγορίες. [1.1.2] Φόροι και δασμοί επί εισαγωγών (Taxes and duties on imports). Οι φόροι και δασμοί επί εισαγωγών περιλαμβάνουν υποχρεωτικές πληρωμές επιβαλλόμενες από τη γενική κυβέρνηση επί εισαγομένων αγαθών, εξαιρουμένων των φόρων τύπου προστιθέμενης αξίας, με σκοπό να επιτραπεί η ελεύθερη κυκλοφορία τους στην οικονομική επικράτεια καθώς και επί υπηρεσιών που παρέχονται σε μόνιμους κατοίκους από κατοίκους αλλοδαπής. [1.1.2.01] Δασμοί (Import duties). Αφορά δασμούς τελωνείων, ή άλλες χρεώσεις επί εισαγωγών, πληρωτέες αναφορικά με δασμολόγια αγαθών (ανά κατηγορία αγαθού), όταν τα αγαθά εισέρχονται στην οικονομική επικράτεια της χώρας στην οποία θα χρησιμοποιηθούν. [1.1.2.02] Εισφορές επί εισαγόμενων γεωργικών προϊόντων (Levies on imported agricultural products). Αφορά φόρους επί εισαγομένων γεωργικών προϊόντων, όπως αυτοί καθορίζονται από ειδικούς κανονισμούς. [1.1.2.09] Λοιποί φόροι επί εισαγωγών (Other import taxes). Περιλαμβάνει άλλους φόρους επί εισαγομένων αγαθών και υπηρεσιών όπως:α) χρηματικά ποσά αποζημίωσης επί εισαγωγών,
β) φόροι επί γενικών πωλήσεων πληρωτέοι επί εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών,
γ) φόροι επί ειδικών υπηρεσιών που παρέχονται από επιχειρήσεις αλλοδαπής προς κατοίκους εντός της οικονομικής επικράτειας.
[1.1.3] Τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας (Recurrent taxes on immovable property). Φόροι που επιβάλλονται τακτικά επί της χρήσης ή της ιδιοκτησίας ακίνητης περιουσίας η οποία περιλαμβάνει γη, κτίρια και άλλες κατασκευές. Οι φόροι μπορεί να επιβάλλονται επί των ιδιοκτητών, των ενοικιαστών ή και των δύο. Το ποσό των φόρων συνήθως είναι ποσοστό της εκτιμώμενης αξίας της περιουσίας που βασίζεται σε υποθετικό εισόδημα ενοικίου, τιμή πώλησης, κεφαλαιοποιημένη απόδοση, ή άλλα χαρακτηριστικά, όπως το μέγεθος και η τοποθεσία. Αντίθετα με τους τακτικούς φόρους επί του καθαρού πλούτου, υποχρεώσεις που σχετίζονται με την περιουσία, συνήθως δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό αυτών των φόρων. [1.1.3.01] Τακτικοί φόροι επί της ιδιοκτησίας ακίνητης περιουσίας (Recurrent taxes on immovable property ownership). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας που επιβάλλονται αποκλειστικώς στους ιδιοκτήτες της περιουσίας. [1.1.3.09] Λοιποί τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας (Other recurrent taxes on immovable property).Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας που επιβάλλονται :
(α) επί της χρήσης ακίνητης περιουσίας, ή
(β) τόσο στην χρήση όσο και στην ιδιοκτησία, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των δύο.
[1.1.4] Λοιποί φόροι επί παραγωγής (Other taxes on production). Όλοι οι φόροι που βαρύνουν τις επιχειρήσεις ως αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας, ανεξάρτητα από την ποσότητα ή την αξία των αγαθών και των υπηρεσιών που παράγονται ή πωλούνται, εξαιρουμένων των φόρων που υπολογίζονται επί της ακίνητης περιουσίας. Οι λοιποί φόροι επί της παραγωγής μπορεί να πληρώνονται επί παγίων περιουσιακών στοιχείων ή εργασίας που απασχολείται στην παραγωγική διαδικασία ή επί ορισμένων δραστηριοτήτων ή συναλλαγών. [1.1.4.01] Επιχειρηματικές και επαγγελματικές άδειες (Business and professional licences). Είναι ποσά πληρωτέα από επιχειρήσεις για άδειες που παρέχονται αυτομάτως με την πληρωμή των οφειλόμενων ποσών. Στην περίπτωση που η γενική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις άδειες για να ασκεί κάποια κατάλληλη ρυθμιστική λειτουργία, για παράδειγμα, όταν διεξάγει ελέγχους επί της καταλληλότητας ή της ασφάλειας των εμπορικών καταστημάτων, επί της αξιοπιστίας ή της ασφάλειας του εγκατεστημένου εξοπλισμού, επί της επαγγελματικής επάρκειας του απασχολούμενου προσωπικού, ή επί της ποιότητας ή των προτύπων των αγαθών ή των υπηρεσιών που παράγονται, ως προϋπόθεση για την χορήγηση τέτοιας άδειας, το έσοδο αντιμετωπίζεται ως πώληση υπηρεσιών, εκτός εάν τα ποσά που χρεώνονται για τις άδειες είναι δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με το κόστος των διεξαγόμενων ελέγχων. [1.1.4.02] Φόροι επί χρήσης παγίων περιουσιακών στοιχείων (Taxes on the use of fixed assets). Αφορά φόρους για τη χρήση οχημάτων, μηχανημάτων, εξοπλισμού, κ.λπ. για σκοπούς παραγωγής, ανεξάρτητα εάν τα στοιχεία αυτά είναι ιδιόκτητα ή ενοικιαζόμενα. Σε περιπτώσεις που ένας απλός φόρος επιβάλλεται τόσο στα οχήματα επιχειρηματικού σκοπού όσο και στα οχήματα μη επιχειρηματικού σκοπού, το συνολικό ποσό αναγνωρίζεται σε αυτή την κατηγορία, εάν το μεγαλύτερο μέρος του εσόδου αφορά τα οχήματα επιχειρηματικού σκοπού. Οι φόροι επί χρήσης ακινήτων δεν περιλαμβάνονται σε αυτήν την κατηγορία αλλά ως «Λοιποί τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας» (Λογαριασμός 1.1.3.09). [1.1.4.03] Φόροι επί ρύπανσης (Taxes on pollution). Οι φόροι επί της ρύπανσης που προκύπτει από δραστηριότητες παραγωγής. Αφορούν φόρους που επιβάλλονται επί της εκπομπής ή της απόρριψης στο περιβάλλον δηλητηριωδών αερίων, υγρών ή άλλων επιβλαβών ουσιών. Δεν περιλαμβάνουν πληρωμές που γίνονται για τη συλλογή και διάθεση αποβλήτων ή δηλητηριωδών ουσιών από δημόσιες αρχές, οι οποίες αναγνωρίζονται ως πωλήσεις υπηρεσιών. [1.1.4.04] Φόροι επί μισθοδοσίας και προσωπικού (Taxes on payroll and workforce). Αφορούν φόρους πληρωτέους από τις επιχειρήσεις είτε ως αναλογία των μισθών και των ημερομισθίων είτε ως σταθερό ποσό ανά απασχολούμενο πρόσωπο. [1.1.4.05] Φόροι επί διεθνών συναλλαγών (Taxes on international transactions). Είναι φόροι επί διεθνών συναλλαγών, όπως ταξιδιών στο εξωτερικό, εμβασμάτων στο εξωτερικό, ή παρόμοιων συναλλαγών με κατοίκους αλλοδαπής για σκοπούς παραγωγής. [1.1.4.09] Διάφοροι άλλοι φόροι επί παραγωγής (Other taxes on production). Όλοι οι άλλοι φόροι επί παραγωγής που δεν αναφέρονται στις προαναφερθείσες κατηγορίες και είναι ανεξάρτητοι της ποσότητας ή της αξίας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. [1.1.5] Φόρος εισοδήματος (Income tax). Αφορά φόρους επί εισοδημάτων, κερδών και κεφαλαιακών κερδών. Επιβάλλονται επί πραγματικών ή τεκμαρτών εισοδημάτων φυσικών προσώπων, νοικοκυριών, επιχειρήσεων ή νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Συμπεριλαμβάνουν φόρους που επιβάλλονται για κατοχή ακίνητης περιουσίας, όταν αυτή η κατoχή χρησιμοποιείται ως βάση για την εκτίμηση του εισοδήματος των ιδιοκτητών. [1.1.5.01] Φόρος εισοδήματος πληρωτέος από φυσικά πρόσωπα (Income tax payable by individuals).Φόροι επί εισοδήματος φυσικών προσώπων ή νοικοκυριών, παραδείγματα των οποίων είναι εισόδημα από απασχόληση, περιουσία, άσκηση επιχείρησης, συντάξεις κ.λπ., περιλαμβανομένων των φόρων που παρακρατούνται από τους εργοδότες και πληρώνονται για λογαριασμό των εργαζομένων. Οι φόροι επί εισοδήματος ιδιοκτητών μη μετοχικών εταιρειών περιλαμβάνονται σε αυτή την κατηγορία.
[1.1.5.02] Φόρος εισοδήματος πληρωτέος από εταιρείες (Income tax payable by corporations). Φόροι επί εισοδήματος ή κερδών εταιρειών. [1.1.5.03] Φόροι επί κερδών διακράτισης (Taxes on holding gains). Αφορά φόρους επί κεφαλαιακών κερδών (συμπεριλαμβανομένων των διανομών κεφαλαιακών κερδών από επενδυτικά κεφάλαια), προσώπων ή εταιρειών που καθίστανται πληρωτέα κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου, ανεξάρτητα των περιόδων στις οποίες τα κέρδη πραγματοποιήθηκαν. [1.1.5.04] Φόροι επί κερδών από λαχεία και τυχερά παιγνίδια (Taxes on winnings from lotteries or gambling). Αφορά φόρους πληρωτέους επί εισπρακτέων ποσών από τους νικητές. Δεν περιλαμβάνει φόρους επί του κύκλου εργασιών των παραγωγών που οργανώνουν τυχερά παίγνια ή λαχεία, οι οποίοι αναγνωρίζονται ως φόροι επί αγαθών και υπηρεσιών. [1.1.5.05] Φόρος εισοδήματος κατοίκων αλλοδαπής (Income tax of non residents). Φόρος που επιβάλλεται στο εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα αλλοδαπών φυσικών προσώπων. [1.1.5.06] Φόρος εισοδήματος ειδικών κατηγοριών (Income tax of special categories). Φόρος που επιβάλλεται επί εισοδημάτων που εμπίπτουν σε ειδικά οριζόμενη κατηγορία. [1.1.6] Φόροι κεφαλαίου (Capital taxes). Αφορούν φόρους που επιβάλλονται σε μη τακτά και όχι συχνά διαστήματα επί αξιών περιουσιακών στοιχείων ή καθαρής περιουσίας που κατέχονται από φορολογούμενους, ή επί αξιών περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται μεταξύ φορολογούμενων ως αποτέλεσμα κληροδοτημάτων, δωρεών μεταξύ προσώπων ή παρόμοιων μεταβιβάσεων. Οι φόροι επί κεφαλαιακών κερδών δεν αναγνωρίζονται ως φόροι κεφαλαίου, αλλά ως τρέχοντες φόροι εισοδήματος «φόροι επί κερδών διακράτη-σης» (Λογαριασμός 1.1.5.03). Οι φόροι επί πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων αναγνωρίζονται ως «φόροι επί χρηματοοικονομικών και κεφαλαιακών συναλλαγών» (Λογαριασμός 1.1.1.05). [1.1.6.01] Φόροι κληρονομιών, γονικών παροχών και δωρεών (Estate, inheritance, and gift taxes). Αφορά φόρους κληρονομιών, φόρους μεταβιβάσεων από γονικές παροχές και φόρους δωρεών μεταξύ προσώπων, οι οποίοι επιβάλλονται επί του κεφαλαίου των δικαιούχων. [1.1.6.02] Έκτακτοι φόροι κεφαλαίου (Capital levies). Ποσά φόρων επί αξιών περιουσιακών στοιχείων ή καθαρής περιουσίας που κατέχονται από νοικοκυριά ή επιχειρήσεις, επιβαλλόμενα σε μη τακτά και όχι συχνά χρονικά διαστήματα. Οι φόροι κεφαλαίου αναγνωρίζονται ως έκτακτοι τόσο από τους υπόχρεους όσο και από την κυβέρνηση. Περιλαμβάνουν φόρους επί καθαρού πλούτου για την αντιμετώπιση επειγουσών δαπανών ή για να επηρεάσουν την αναδιανομή του πλούτου, φόρους επί της περιουσίας, όπως οι φόροι βελτίωσης, που αφορούν φόρους επί της αύξησης της αξίας αγροτικής γης λόγω παρεχόμενων από κυβερνητικές μονάδες αδειών για ανάπτυξη της γης για εμπορικούς ή οικιστικούς σκοπούς, φόρους επί αναπροσαρμογής κεφαλαίου και κάθε άλλο έκτακτο φόρο επί συγκεκριμένων στοιχείων περιουσίας. [1.1.9] Λοιποί τρέχοντες φόροι (Other current taxes). Αφορά όλους τους άλλους φόρους που δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένη κατηγορία, όπως οι φόροι που είναι πληρωτέοι επί της ιδιοκτησίας ή της χρήσης περιουσιακών στοιχείων, εκτός της ακίνητης περιουσίας ή περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή, φόρους επί δαπανών, πληρωμές από νοικοκυριά για άδειες κ.λπ. [1.1.9.01] Φόροι οχημάτων (Motor vehicle taxes). Αφορά φόρους ιδιοκτησίας ή χρήσης μη επαγγελματικών οχημάτων, σκαφών ή αεροσκαφών. Στην περίπτωση που ένας ενιαίος φόρος επιβάλλεται σε οχήματα τόσο επαγγελματικής όσο και μη επαγγελματικής χρήσης, τότε το συνολικό ποσό καταγράφεται σε αυτή την κατηγορία εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του εσόδου προέρχεται από μη επαγγελματικά οχήματα. [1.1.9.02] Τρέχοντες φόροι επί κινητής περιουσίας (Current taxes on movable property). Αφορά τρέχοντες φόρους επί ιδιοκτησίας ή χρήσης μη επιχειρηματικών περιουσιακών στοιχείων (εκτός γης και κτιρίων), όπως για παράδειγμα επί κοσμημάτων. Περιλαμβάνει επίσης κάθε τρέχοντα φόρο που βασίζεται επί της καθαρής περιουσίας των νοικοκυριών. [1.1.9.03] Γενικές και ειδικές άδειες νοικοκυριών (Licenses and permits for households). Αφορά πληρωμές από νοικοκυριά για μη επαγγελματικές άδειες δραστηριοτήτων αναψυχής όπως κυνηγιού, σκοποβολής, αλιείας κ.λπ., καθώς και για μη επαγγελματικές άδειες κατοχής ή χρήσης αγαθών (πλην οχημάτων και ακίνητης περιουσίας). [1.1.9.04] Κατά κεφαλή φόροι (Poll taxes). Φόροι που επιβάλλονται κατά φυσικό πρόσωπο, ή κατά νοικοκυριό, ανεξάρτητα του εισοδήματος ή του πλούτου. [1.1.9.05] Φόροι επί δαπανών (Expenditure taxes). Φόροι που πληρώνονται επί των συνολικών δαπανών των προσώπων ή των νοικοκυριών. [1.1.9.06] Φόροι επί διεθνών συναλλαγών (Taxes on international transactions). Φόροι συναλλαγών όπως ταξιδιών στο εξωτερικό, εμβασμάτων από/προς το εξωτερικό, επενδύσεων στο εξωτερικό κ.λπ., εκτός από τις περιπτώσεις των επαγγελματικών συναλλαγών (που καταγράφονται στον Λογαριασμό 1.1.4.05) και των φόρων και δασμών επί εισαγωγών (που καταγράφονται στον Λογαριασμό 1.1.2). [1.1.9.09] Διάφοροι άλλοι τρέχοντες φόροι (Other current taxes). Διάφοροι άλλοι τρέχοντες φόροι που δεν περιλαμβάνονται σε συγκεκριμένη κατηγορία. [1.2] Κοινωνικές εισφορές (Social contributions). Οι κοινωνικές εισφορές είναι έσοδα που εισπράττουν τα σχήματα κοινωνικής ασφάλισης, και που συνδέονται με την προσδοκία μελλοντικών πληρωμών για κοινωνικές παροχές. Τα σχήματα κοινωνικής ασφάλισης είναι σχήματα μέσω των οποίων οι συμμετέχοντες υποχρεώνονται (κυρίως από τον νόμο) να εξασφαλιστούν έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (Ο πλήρης κατάλογος των κινδύνων αυτών αναφέρεται στην περιγραφή του λογαριασμού 2.2 των Δαπανών). Μέσω των σχημάτων αυτών, οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες (για λογαριασμό των εργαζομένων τους) πληρώνουν κοινωνικές εισφορές για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα για τρέχουσες και μελλοντικές κοινωνικές παροχές προς τους εργαζόμενους και προς τα συνδεόμενα με αυτούς μέλη της οικογένειας.Οι κοινωνικές εισφορές ταξινομούνται είτε ως εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είτε ως λοιπές κοινωνικές εισφορές, ανάλογα με τον τύπο του σχήματος που τις εισπράττει:
[1.2.1] Εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (social security contributions). Οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είναι έσοδα εισπρακτέα από σχήματα κοινωνικής ασφάλισης, που καλύπτουν όλον τον πληθυσμό ή μεγάλο μέρος αυτού, και που οργανώνονται και λειτουργούν από κυβερνητικές οντότητες, επ΄ ωφελεία των συνεισφερόντων στο σχήμα. Αυτές οι εισφορές ταξινομούνται βάσει της πηγής της εισφοράς, που μπορεί να είναι εργοδότες (Λογαριασμός 1.2.1.01), εργαζόμενοι (Λογαριασμός 1.2.1.02), αυτοαπασχολούμενοι (Λογαριασμός 1.2.1.03), αγρότες (Λογαριασμός 1.2.1.04), άνεργοι (Λογαριασμός 1.2.1.05), κ.λπ. [1.2.2] Λοιπές κοινωνικές εισφορές (other social contributions). Αφορούν κοινωνικές εισφορές, που εισπράττονται από σχήματα κοινωνικής ασφάλισης που λειτουργούν από εργοδότες για λογαριασμό των εργαζομένων τους. Αυτές οι εισφορές ταξινομούνται βάσει της πηγής της εισφοράς, που μπορεί να είναι εργαζόμενοι (λογαριασμός 1.2.2.01) ή εργοδότες (λογαριασμός 1.2.2.02). [1.3] Μεταβιβάσεις (Transfers). Η μεταβίβαση είναι έσοδο από συναλλαγή κατά την οποία μια οντότητα της γενικής κυβέρνησης λαμβάνει αγαθό, υπηρεσία, ή περιουσιακό στοιχείο από άλλη οντότητα χωρίς να δίδει σε αυτή κάποιο αγαθό, υπηρεσία ή περιουσιακό στοιχείο ως άμεσο αντάλλαγμα. Αυτό το είδος συναλλαγής αναφέρεται επίσης ως μη ανταποδοτική συναλλαγή, «συναλλαγή κατά την οποία λαμβάνεται κάτι χωρίς αντάλλαγμα». Μεταβιβάσεις μπορεί επίσης να προκύπτουν όταν η αξία που παρέχεται ως αντάλλαγμα για ένα στοιχείο δεν είναι οικονομικά σημαντική ή είναι πολύ χαμηλότερη της αξίας του. [1.3.1] Τρέχουσες εγχώριες μεταβιβάσεις (Current domestic transfers). Περιλαμβάνουν μεταβιβάσεις από εγχώριους φορείς, που πραγματοποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα ή προορίζονται να καλύψουν τρέχουσες δαπάνες του λήπτη της μεταβίβασης εκτός μεταβιβάσεων για επενδύσεις και άλλων κεφαλαιακών μεταβιβάσεων. Οι μεταβιβάσεις αυτές αναλύονται περαιτέρω σε: [1.3.1.01] Μεταβιβάσεις από Κεντρική Διοίκηση. [1.3.1.02] Μεταβιβάσεις από Νοσοκομεία. [1.3.1.03] Μεταβιβάσεις από Υ.ΠΕ- Π.Ε.Δ.Υ [1.3.1.04] Μεταβιβάσεις από ΟΤΑ (Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης). [1.3.1.05] Μεταβιβάσεις από ΟΚΑ (Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης). [1.3.1.08] Μεταβιβάσεις από λοιπά νομικά πρόσωπα [1.3.1.09] Λοιπές μεταβιβάσεις. [1.3.2] Τρέχουσες μεταβιβάσεις από οργανισμούς και κράτη-μέλη της Ε.Ε. (Current transfers from institutions and member states of the E.U. ). Περιλαμβάνει όλες τις μεταβιβάσεις που είναι εισπρακτέες σε μετρητά ή σε είδος από κυβερνήσεις ή οργανισμούς της Ε.Ε, εκτός επιχορηγήσεις για επενδύσεις (Λογαριασμός 1.3.5) και λοιπών κεφαλαιακών μεταβιβάσεων (Λογαριασμός 1.3.9). Η κατηγορία περιλαμβάνει περιπτώσεις, όπως εισπράξεις σε χρήμα που προορίζονται να χρηματοδοτήσουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού, εισπράξεις σε είδος (π.χ. δωρεές σε τρόφιμα, στρατιωτικό εξοπλισμό, πρώτες βοήθειες μετά από φυσικές καταστροφές με τη μορφή τροφίμων, ρουχισμού φαρμάκων κ.λπ.) ή εισπράξεις που προορίζονται να καλύψουν τρέχοντα έξοδα. Η κατηγορία περιλαμβάνει επίσης επιχορηγήσεις από οργανισμούς της Ε.Ε. που είναι εγκατεστημένοι στη χώρα.Οι μεταβιβάσεις αυτές αναλύονται περαιτέρω σε:
[1.3.2.01] Τρέχουσες μεταβιβάσεις από τα Κοινοτικά Ταμεία. [1.3.2.02] Τρέχουσες μεταβιβάσεις από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. [1.3.3] Τρέχουσες μεταβιβάσεις από φορείς του εξωτερικού (Current Transfers from foreign entities). Περιλαμβάνονται οι τρέχουσες μεταβιβάσεις, όπως περιγράφονται στην προηγούμενη κατηγορία του λογαριασμού1.3.2, όπου ο αντισυμβαλλόμενος είναι φορέας από χώρα εκτός Ε.Ε.Οι μεταβιβάσεις αυτές αναλύονται περαιτέρω σε:
[1.3.3.01] Τρέχουσες μεταβιβάσεις από Διεθνείς Οργανισμούς. [1.3.3.09] Τρέχουσες μεταβιβάσεις από λοιπούς φορείς του εξωτερικού. [1.3.4 – 1.3.6] Επιχορηγήσεις επενδύσεων (Investment grants). Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων αφορούν κεφαλαιακές επιχορηγήσεις σε χρήμα ή σε είδος που λαμβάνονται από οντότητες της γενικής κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση όλου ή μέρους του κόστους απόκτησης παγίων περιουσιακών στοιχείων τους. Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων σε είδος αφορούν μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων όπως εξοπλισμού μεταφορών, μηχανημάτων και λοιπού εξοπλισμού. Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων περιλαμβάνουν τόσο εφάπαξ πληρωμές σχεδιασμένες να χρηματοδοτήσουν σχηματισμό κεφαλαίου (πάγια στοιχεία) εντός της ίδιας περιόδου, όσο και πληρωμές σε δόσεις αναφορικά με σχηματισμό κεφαλαίου (πάγια στοιχεία) που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια προγενέστερης περιόδου. Επιχορηγήσεις που λαμβάνονται από την οντότητα για κάλυψη δαπανών τόκων που σχετίζονται με την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων εξαιρούνται από τις επιχορηγήσεις επενδύσεων και αναγνωρίζονται ως τρέχουσες μεταβιβάσεις. Παρόλα αυτά, όταν μια επιχορήγηση εξυπηρετεί το διπλό σκοπό, δηλαδή της χρηματοδότησης της πληρωμής του συμβατικού χρέους και της πληρωμής τόκου του δανεισθέντος κεφαλαίου και δεν είναι δυνατό να γίνει διαχωρισμός αυτών των δύο στοιχείων, το σύνολο της επιχορήγησης αντιμετωπίζεται για λογιστικούς σκοπούς ως μεταβίβαση για επενδύσεις. Επιχορηγήσεις που προορίζονται για διάφορους μη καθορισμένους σκοπούς αναγνωρίζονται ως τρέχουσες μεταβιβάσεις έστω και εάν μέρος αυτών χρησιμοποιείται για την κάλυψη απόκτησης περιουσιακού στοιχείου.Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει:
[1.3.4.01] Επιχορηγήσεις επενδύσεων από κεντρική διοίκηση. [1.3.4.02] Επιχορηγήσεις επενδύσεων από νοσοκομεία. [1.3.4.04] Επιχορηγήσεις επενδύσεων από ΟΤΑ. [1.3.4.05] Επιχορηγήσεις επενδύσεων από ΟΚΑ. [1.3.4.08] Επιχορηγήσεις επενδύσεων από λοιπά νομικά πρόσωπα. [1.3.4.09] Λοιπές επιχορηγήσεις επενδύσεων. [1.3.5.01] Επιχορηγήσεις επενδύσεων από κοινοτικά ταμεία. [1.3.6.01] Επιχορηγήσεις επενδύσεων από διεθνείς οργανισμούς. [1.3.6.09] Επιχορηγήσεις επενδύσεων από λοιπούς φορείς του εξωτερικού. [1.3.9] Λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις (Other capital transfers). Αφορούν μεταβιβάσεις άλλες εκτός των επιχορηγήσεων επενδύσεων, στις οποίες η ιδιοκτησία ενός περιουσιακού στοιχείου, άλλου εκτός ταμιακών διαθεσίμων ή αποθεμάτων, μεταβιβάζεται από ένα μέρος σε ένα άλλο, ή που υποχρεώνει το ένα ή και τα δύο μέρη να αποκτήσουν ή διαθέσουν ένα περιουσιακό στοιχείο, άλλο εκτός από ταμιακά διαθέσιμα ή αποθέματα, ή όπου μια υποχρέωση χαρίζεται από έναν πιστωτή. Μια κεφαλαιακή μεταβίβαση καταλήγει σε ανάλογη μεταβολή της θέσης στα περιουσιακά στοιχεία, του ενός ή και των δύο μερών της συναλλαγής. Οι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις συνήθως είναι ποσά μεγάλου ύψους και όχι συχνές, χωρίς το ύψος του ποσού ή η συχνότητα καταβολής να καθορίζουν το χαρακτηρισμό της μεταβίβασης.Οι λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις περιλαμβάνουν, ενδεικτικά, τις κάτωθι συναλλαγές:
(α) εισπράξεις που προορίζονται να καλύψουν τα κόστη αγαθών που καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημίες από έκτακτα γεγονότα (φυσικές καταστροφές κ.λ.π.),
(β) μεταβιβάσεις μεταξύ οντοτήτων του δημοσίου τομέα που προορίζονται να καλύψουν ζημίες που έχουν σωρευθεί για αρκετά έτη, ή έκτακτες ζημίες από αιτίες εκτός ελέγχου της οντότητας,
(γ) κληροδοτήματα, σημαντικά δώρα και δωρεές, περιλαμβανομένων κληροδοτημάτων ή μεγάλων δωρεών σε νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα,
(δ) πληρωμές για καταπτώσεις εγγυήσεων που απαλλάσσουν τον οφειλέτη από τις δεσμεύσεις του,
(ε) το ποσό που προκύπτει από συναλλαγή διαγραφής χρέους με συμφωνία μεταξύ οντοτήτων. Τέτοιες διαγραφές με αμοιβαία συμφωνία αντιμετωπίζονται ως κεφαλαιακές μεταβιβάσεις από τον πιστωτή προς τον χρεώστη και είναι ίσες με την αξία του ανεξόφλητου υπολοίπου του χρέους κατά το χρόνο της ακύρωσης. Ομοίως, το ποσό που προκύπτει από συναλλαγή ανάληψης χρέους και άλλες παρόμοιες συναλλαγές (όπως η αναδιάρθρωση χρέους όπου μέρος του χρέους διαγράφεται ή μεταβιβάζεται) είναι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις,
(στ) έκτακτες πληρωμές σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης που γίνονται από εργοδότες, περιλαμβανομένων των φορέων γενικής κυβέρνησης, ή από την γενική κυβέρνηση, ως μέρος της κοινωνικής λειτουργίας της, στο βαθμό που τέτοιες πληρωμές είναι σχεδιασμένες να αυξήσουν τα αναλογιστικά αποθεματικά αυτών των φορέων,
(ζ) ασφαλιστικοί διακανονισμοί λόγω καταστροφής: μετά την καταστροφή, η συνολική αξία των ζημιών που σχετίζονται με την καταστροφή βάσει πληροφοριών του ασφαλιστικού κλάδου, αναγνωρίζεται ως κεφαλαιακή μεταβίβαση από τις ασφαλιστικές εταιρείες στους κατόχους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.
Περιλαμβάνει:
[1.3.9.01] Έσοδα από επιστροφές καταπτώσεων εγγυήσεων. [1.3.9.02] Έσοδα από αναλήψεις χρεών. [1.3.9.03] Έσοδα από κεφαλαιουχικές ενισχύσεις. [1.3.9.04] Έσοδα από δωρεές. [1.3.9.05] Έσοδα από αποζημιώσεις λόγω δικαστικών αποφάσεων. [1.3.9.09] Έσοδα από λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις. [1.4] Πωλήσεις (Sales). Η κατηγορία αφορά ανταποδοτικές συναλλαγές, όπως περιγράφονται αναλυτικά στις παρακάτω κατηγορίες. [1.4.1 – 1.4.2] Πωλήσεις Αγαθών – Παροχή υπηρεσιών (Sales of goods – Sales of services). Aφορά πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών από οργανισμούς που λειτουργούν με όρους αγοράς ή περιστασιακές πωλήσεις από οργανισμούς που δεν λειτουργούν με όρους αγοράς. Οι πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών αναγνωρίζονται ως έσοδα χωρίς έκπτωση των εξόδων που αναλαμβάνονται για να τα δημιουργήσουν. Είναι πολύ πιθανό για τις οντότητες του τομέα της γενικής κυβέρνησης να πωλούν το προϊόν τους σε τιμές που είναι μικρότερες από το κόστος παραγωγής, που υπολογίζεται ως το άθροισμα των αμοιβών των εργαζομένων, της χρήσης αγαθών και υπηρεσιών, της ανάλωσης του παγίου κεφαλαίου και των φόρων -εκτός των επιχορηγήσεων - επί της παραγωγής. Γενικά, ως παραγωγοί που δεν λειτουργούν με όρους αγοράς, οι περισσότερες οντότητες της γενικής κυβέρνησης διανέμουν το προϊόν τους χωρίς χρέωση, ή σε τιμές που δεν είναι οικονομικά σημαντικές. Αυτές οι τιμές καλύπτουν κάποια από τα κόστη ή μπορεί να απαλείφουν κάποιο από το πλεόνασμα ζήτησης που θα υπήρχε διαφορετικά. Αντίθετα, οι εταιρείες πωλούν το προϊόν τους σε τιμές που είναι οικονομικά σημαντικές. Στις κατηγορίες αυτές περιλαμβάνονται περιπτώσεις όπως: [1.4.1.01] Πωλήσεις αγαθών. [1.4.2.01] Παροχή υγειονομικών υπηρεσιών. [1.4.2.02] Παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης. [1.4.2.03] Παροχή δικαστικών υπηρεσιών. [1.4.2.04] Παροχή υπηρεσιών ελέγχου. [1.4.2.05] Παροχή υπηρεσιών ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης. [1.4.2.06] Παροχή υπηρεσιών από τα προξενεία. [1.4.2.09] Λοιπές παρεχόμενες υπηρεσίες. [1.4.3] Μισθώματα (Rentals). Αφορούν έσοδα βάσει λειτουργικής μίσθωσης για τη χρήση παγίου περιουσιακού στοιχείου που ανήκει σε άλλη οντότητα. Περιλαμβάνουν τις κατωτέρω περιπτώσεις: [1.4.3.01] Μισθώματα κτιρίων και υποδομών. [1.4.3.02] Μισθώματα μηχανολογικού εξοπλισμού. [1.4.3.03] Μισθώματα οχημάτων. [1.4.3.04] Μισθώματα οπλικών συστημάτων. [1.4.3.05] Άδειες χρήσης πνευματικών δικαιωμάτων. [1.4.3.09] Λοιπά μισθώματα.Η κατηγορία αυτή δεν περιλαμβάνει το εισόδημα από ενοίκια γης, ενοίκια πόρων υπεδάφους και ενοίκια άλλων φυσικών πόρων, όπως του ραδιοφάσματος. Τα έσοδα αυτά καταχωρούνται στον Λογαριασμό 1.5.3 «Ενοίκια φυσικών πόρων».
[1.4.4] Προμήθειες (Commissions). Αφορούν έσοδα από αμοιβές, που συνήθως αποτελούν ποσοστό της συνολικής αμοιβής για εκτέλεση εργασίας. Περιλαμβάνουν τις κατωτέρω περιπτώσεις: [1.4.4.01] Προμήθειες σε εισπράξεις-πληρωμές υπέρ τρίτων. [1.4.4.02] Προμήθειες για παροχή εγγυήσεων, εκτός τραπεζών. [1.4.4.3] Προμήθειες από σχήματα στήριξης τραπεζών. [1.4.5] Διοικητικές αμοιβές (Administrative fees). Χρεώσεις που καλύπτουν διοικητικά έξοδα, κυρίως μέσω παραβόλων. [1.4.8] Ιδιοπαραγωγή παγίων (Self constructed fixed assets). Περιλαμβάνει τεκμαρτά έσοδα από την μεταφορά δαπανών στο κόστος ενσωμάτων παγίων και άυλων περιουσιακών στοιχείων. [1.4.9] Λοιπές πωλήσεις (Other sales). Άλλες πωλήσεις μη κατονομαζόμενες ειδικά. [1.5] Λοιπά τρέχοντα έσοδα (Other current revenue). Αφορά λοιπές περιπτώσεις εσόδων όπως εισόδημα από περιουσία λόγω αποζημίωσης ιδιοκτητών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και φυσικών πόρων για την διάθεση αυτών σε άλλες οντότητες καθώς και έσοδα από πρόστιμα ή λοιπές επιδοτήσεις επί παραγωγής. [1.5.1] Τόκοι (Interest). Οι τόκοι είναι εισόδημα περιουσίας που λαμβάνεται από τον ιδιοκτήτη χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου για την διάθεσή του σε άλλη οντότητα. Έχει εφαρμογή στα ακόλουθα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία: [1.5.1.01] Τόκοι από καταθέσεις [1.5.1.02] και [1.5.1.03] Τόκοι από χρεωστικούς τίτλους [1.5.1.04] και [1.5.1.05] Τόκοι από δάνεια [1.5.1.09] Λοιποί τόκοιΤα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούν τόκους είναι απαιτήσεις πιστωτών επί χρεωστών.
[1.5.2] Διανεμόμενο εισόδημα εταιρειών (Distributed income of corporations). Aφορά εισπραττόμενα μερίσματα. Τα μερίσματα είναι διανομές κερδών από εταιρείες στους μετόχους ή τους ιδιοκτήτες τους. Η κατηγορία περιλαμβάνει:(α) μετοχές που εκδίδονται στους μετόχους για πληρωμή μερίσματος του οικονομικού έτους. Η διανομή δωρεάν μετοχών, που σχετίζεται με την μεταφορά στο μετοχικό κεφάλαιο αποθεματικών και αδιανέμητων κερδών, δεν αποτελεί «διανεμόμενο εισόδημα εταιρειών».
(β) εισόδημα που καταβάλλεται στη γενική κυβέρνηση από δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες θεωρούνται ανεξάρτητες νομικές οντότητες που δεν έχουν συσταθεί ως εταιρείες.
Το διανεμόμενο εισόδημα εταιριών αναλύεται περαιτέρω ως εξής:
[1.5.2.01] Διανεμόμενο εισόδημα μετοχών εισηγμένων σε χρηματιστήριο. [1.5.2.02] Διανεμόμενο εισόδημα μετοχών μη εισηγ-μένων σε χρηματιστήριο. [1.5.2.03] Διανεμόμενο εισόδημα λοιπών συμμετοχών. [1.5.3] Ενοίκια φυσικών πόρων (Rents). Αφορά εισόδημα που εισπράττεται από τον ιδιοκτήτη φυσικών πόρων, για την διάθεση αυτών σε άλλη οντότητα. Οι βασικές περιπτώσεις είναι: [1.5.3.01] Ενοίκια πόρων υπεδάφους. [1.5.3.02] Ενοίκια γης. [1.5.3.09] Ενοίκια άλλων φυσικών πόρων.Αντίθετα με τα μισθώματα (Λογαριασμός 1.4.3) που είναι πληρωμές που γίνονται βάσει λειτουργικής μίσθωσης για τη χρήση παγίων περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε άλλη οντότητα, τα ενοίκια είναι πληρωμές που γίνονται βάσει σύμβασης για πρόσβαση σε φυσικό πόρο.
[1.5.4.01] Διανεμόμενο εισόδημα επενδυτικών κεφαλαίων (Distributed income of investment funds). Περιλαμβάνει εισοδήματα από επενδύσεις σε κεφάλαια συλλογικών επενδύσεων, περιλαμβανομένων των αμοιβαίων κεφαλαίων και των επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Αφορά τα κατωτέρω ξεχωριστά συστατικά:(α) μερίσματα κεφαλαίων συλλογικών επενδύσεων,
(β) μεταφερόμενα κέρδη κεφαλαίων συλλογικών επενδύσεων.
Τα μερίσματα αναγνωρίζονται όπως τα μερίσματα των ιδιωτικών εταιρειών.
Τα μεταφερόμενα κέρδη αναγνωρίζονται ως έσοδα από διανομή κερδών και ταυτόχρονα ως ισόποση επανεπένδυση στο επενδυτικό κεφάλαιο.
[1.5.6] Πρόστιμα ποινές και καταλογισμοί (Fines, penalties and forfeitures). Τα πρόστιμα, οι ποινές και οι καταλογισμοί, είναι υποχρεωτικές πληρωμές άλλων οντοτήτων που επιβάλλονται από δικαστήρια ή από κρατικές αρχές.Οι βασικές περιπτώσεις είναι:
[1.5.6.01] Φορολογικά πρόστιμα και προσαυξήσεις [1.5.6.02] Τελωνειακά πρόστιμα και προσαυξήσεις [1.5.6.03] Ασφαλιστικά πρόστιμα και προσαυξήσεις [1.5.6.04] Καταλογισμοί [1.5.6.09] Λοιπά πρόστιμα [1.5.7] Λοιπές επιδοτήσεις επί παραγωγής (Other subsidies on production). Οι λοιπές επιδοτήσεις επί παραγωγής αφορούν ποσά που λαμβάνουν οι οντότητες ως συνέπεια της ενασχόλησής τους με την παραγωγή. Στις επιδοτήσεις εντάσσονται μόνο τα ποσά που λαμβάνονται από την γενική κυβέρνηση και εξαρτώνται από γενικούς κανονισμούς οι οποίοι εφαρμόζονται τόσο σε ιδιώτες όσο και σε δημόσιους παραγωγούς.2. Γενικές αρχές που διέπουν τα έσοδα
2.1 Αναγνώριση εσόδων
Tα έσοδα αναγνωρίζονται όταν:
1. Είναι σφόδρα πιθανό ότι θα εισρεύσουν στην οντότητα μελλοντικά οικονομικά οφέλη ή η δυνατότητα παροχής υπηρεσίας, βάσει της παραδοχής του δουλευμένου και,
2. Η αξία των μελλοντικών οφελών μπορεί να προσδιοριστεί αξιόπιστα.
Ειδικότερα, ανά κατηγορία εσόδων έχουν εφαρμογή τα κατωτέρω:
(α) Οι φόροι αναγνωρίζονται ως έσοδα βάσει της αρχής του δουλευμένου. Όταν τα έσοδα από φόρους δεν αναγνωρίζονται, επειδή υπάρχει αβεβαιότητα στην είσπραξη, η αναγνώριση γίνεται στις περιόδους που αίρεται η εν λόγω αβεβαιότητα. Φόροι που προεισπράττονται αναγνωρίζονται ως υποχρεώσεις και μεταφέρονται στα έσοδα στις περιόδους που αφορούν.
(β) Οι κοινωνικές εισφορές αναγνωρίζονται ως έσοδα κατά το χρόνο που προσδιορίζεται η υποχρέωση καταβολής. Όταν τα έσοδα από κοινωνικές εισφορές δεν αναγνωρίζονται επειδή υπάρχει αβεβαιότητα στην είσπραξη, η αναγνώριση γίνεται στις περιόδους που αίρεται η εν λόγω αβεβαιότητα. Κοινωνικές εισφορές που προεισπράττονται, αναγνωρίζονται ως υποχρεώσεις και μεταφέρονται στα έσοδα στις περιόδους που αφορούν.
(γ) Οι μεταβιβάσεις αναγνωρίζονται ως έσοδα κατά το χρόνο που η οντότητα έχει αποδεδειγμένα συμμορφωθεί πλήρως με τους όρους που τις διέπουν. Συνήθως, θεωρείται ότι εκπληρούνται οι όροι αναγνώρισης όταν εκδίδεται η διοικητική πράξη που προβλέπει την καταβολή τους. Η αναγνώριση των μεταβιβάσεων στα έσοδα μπορεί να γίνεται είτε σταδιακά είτε συνολικά, ανάλογα με το πώς εκπληρώνονται οι σχετικοί όροι που τις διέπουν. Ποσά καταχωρημένων μεταβιβάσεων για τα οποία δεν συντρέχουν κατά την ημερομηνία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, οι προϋποθέσεις αναγνώρισής τους ως έσοδα, αναγνωρίζονται ως υποχρεώσεις.
(δ) Τα έσοδα από πώληση αγαθών αναγνωρίζονται κατά το χρόνο στον οποίο:
(α) έχουν μεταβιβαστεί στον αγοραστή οι ουσιαστικοί κίνδυνοι και τα οφέλη που συνδέονται με την κυριότητά τους,
(β) τα αγαθά γίνονται αποδεκτά από τον αγοραστή.
(ε) Η παροχή υπηρεσιών αναγνωρίζεται ως έσοδο βάσει της μεθόδου του ποσοστού ολοκλήρωσης, εφόσον το στάδιο ολοκλήρωσης των υπηρεσιών μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα.
(στ) Τα μισθώματα αναγνωρίζονται ως έσοδα βάσει των σχετικών συμβατικών όρων και τη χρήση της σταθερής μεθόδου σε ολόκληρη τη διάρκεια της μίσθωσης, εκτός εάν άλλη συστηματική μέθοδος είναι πιο αντιπροσωπευτική του ρυθμού μείωσης του οφέλους που αποφέρει η χρήση του περιουσιακού στοιχείου.
(ζ) Οι προμήθειες αναγνωρίζονται ως έσοδα βάσει της αρχής του δουλευμένου στα πλαίσια των σχετικών συμβατικών όρων.
(η) Οι διοικητικές αμοιβές αναγνωρίζονται ως έσοδα βάσει της αρχής του δεουλευμένου στα πλαίσια των σχετικών συμβατικών όρων ή της νομοθεσίας.
(θ) Οι τόκοι αναγνωρίζονται ως έσοδα βάσει χρονικής
αναλογίας με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου ή τη σταθερή μέθοδο, εάν η εφαρμογή της (της σταθερής μεθόδου) δεν έχει ουσιώδη επίπτωση στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
(ι) Το διανεμόμενο εισόδημα εταιρειών αναγνωρίζεται ως έσοδο του λήπτη κατά το χρόνο που εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο της διανέμουσας οντότητας.
(κ) Τα ενοίκια φυσικών πόρων αναγνωρίζονται ως έσοδα βάσει των σχετικών συμβατικών όρων και με τη χρήση της σταθερής μεθόδου σε ολόκληρη τη διάρκεια της μίσθωσης, εκτός εάν άλλη συστηματική μέθοδος είναι πιο αντιπροσωπευτική του ρυθμού μείωσης του οφέλους που αποφέρει η χρήση του περιουσιακού στοιχείου.
(λ) Το εισόδημα από άλλες επενδύσεις που αφορά μερίσματα αναγνωρίζεται βάσει της αρχής του «Διανεμόμενου Εισοδήματος Εταιρειών».
(μ) Τα πρόστιμα και οι ποινές αναγνωρίζονται ως έσοδα κατά το χρόνο που προσδιορίζεται η σχετική υποχρέωση.
(ν) Οι λοιπές επιδοτήσεις επί παραγωγής αναγνωρίζονται ως έσοδα κατά το χρόνο που η οντότητα έχει αποδεδειγμένα συμμορφωθεί πλήρως με τους όρους που τις διέπουν. Συνήθως, θεωρείται ότι εκπληρούνται οι όροι αναγνώρισης όταν εκδίδεται η διοικητική πράξη που προβλέπει την καταβολή τους. Η μεταφορά των επιδοτήσεων στα έσοδα μπορεί να γίνεται είτε σταδιακά είτε συνολικά, ανάλογα με το πώς εκπληρώνονται οι σχετικοί όροι που τις διέπουν. Ποσά αναγνωρισμένων επιδοτήσεων για τα οποία δεν συντρέχουν κατά την ημερομηνία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, οι προϋποθέσεις αναγνώρισής τους ως έσοδα, αναγνωρίζονται ως υποχρεώσεις.
2.2 Αξία αναγνώρισης εσόδων
1. Τα έσοδα που προέρχονται από συναλλαγές ανταλλαγής, επιμετρούνται στην εύλογη αξία του ληφθέντος ή εισπρακτέου ανταλλάγματος.
2. Τα έσοδα που προέρχονται από συναλλαγές (πράξεις) που δεν αφορούν ανταλλαγή, επιμετρούνται στην εύλογη αξία του αναγνωριζόμενου περιουσιακού στοιχείου.
2.3 Ενημέρωση λογαριασμών
1. Τα έσοδα καταχωρούνται στους σχετικούς λογαριασμούς με βάση το χρόνο που αναφέρεται στα σχετικά λογιστικά στοιχεία.
2. Κατά την καταχώριση των εσόδων ενημερώνεται λογαριασμός ή λογαριασμοί απαίτησης και λογαριασμός ή λογαριασμοί εσόδου, του προβλεπόμενου σχεδίου λογαριασμών.
3. Τα έσοδα και οι απαιτήσεις που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, κατά την αρχική αναγνώρισή τους μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα των χρηματοοικονομικών αναφορών, με την ισοτιμία των νομισμάτων της ημερομηνίας της συναλλαγής.
4. Η ενημέρωση των λογαριασμών ολοκληρώνεται με τις προσαρμογές της παραγράφου 2.4. Η εν λόγω διαδικασία διενεργείται το αργότερο μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών αναφορών.
2.4 Λογιστικές προσαρμογές κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών
Όταν συντρέχει περίπτωση, σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών τουλάχιστον, διενεργούνται οι εξής προσαρμογές:
1. Τα καταχωρημένα ποσά εσόδων προσαρμόζονται με ισόποση προσαρμογή των αντίστοιχων απαιτήσεων, λογαριασμοί 1…90/4…90, ώστε τα έσοδα που θα παραμένουν στους σχετικούς λογαριασμούς να απεικονίζουν τα ποσά της περιόδου αναφοράς που είναι δουλευμένα και σφόδρα πιθανό ότι θα εισπραχθούν. Τα σχετικά ποσά της προσαρμογής μπορεί να προκύπτουν είτε με στατιστικές μεθόδους βάσει δεδομένων του παρελθόντος, είτε βάσει των ποσών που έχουν εισπραχθεί, ή πληροφοριών που καθίστανται διαθέσιμες, μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
2. Ποσά που δεν έχουν καταχωρηθεί στο λογιστικό σύστημα κατά τη διάρκεια της περιόδου, είναι όμως έσοδα αυτής βάσει της αρχής του δουλευμένου, αναγνωρίζονται στην περίοδο με τη χρήση των λογαριασμών 1…90/4…90. Το υπόλοιπο του λογαριασμού των απαιτήσεων από δουλευμένα έσοδα (4…90), προσαρμόζεται στο τέλος κάθε περιόδου, με αντιμεταβαλλόμενο τον λογαριασμό 1…90, ώστε το υπόλοιπο του σε κάθε ημερομηνία αναφοράς να παρουσιάζει το ποσό των μη καταχωρημένων, αλλά δουλευμένων εσόδων της περιόδου.
3. Ποσά που έχουν καταχωρηθεί ως έσοδα στη διάρκεια της περιόδου, τα οποία δεν πληρούν τον ορισμό των εσόδων, όπως για παράδειγμα οι λογιστικοποιημένες κατά τη διάρκεια της περιόδου προκαταβολές φόρου επόμενης περιόδου, μειώνονται μέσω του λογαριασμού 1…91 με μεταφορά τους στο λογαριασμό προκαταβολές εσόδων/έσοδα επομένων περιόδων (Λογαριασμός 5.9.1). Το υπόλοιπο του λογαριασμού έσοδα επομένων περιόδων (υποχρέωση), προσαρμόζεται στο τέλος κάθε περιόδου, με αντιμεταβαλλόμενο τον λογαριασμό 1…91, ώστε το υπόλοιπό του σε κάθε ημερομηνία αναφοράς να παρουσιάζει το ποσό των εσόδων επομένων περιόδων (υποχρέωσης).
Β. Δαπάνες
Ορισμοί δαπανών
[2.1] Παροχές σε εργαζομένους (Compensation of employees). Αφορούν το σύνολο των παροχών (αποδοχών των εργαζομένων), σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλονται από τους εργοδότες στους εργαζόμενους, ως αντάλλαγμα για την εργασία που παρασχέθηκε από αυτούς κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου. [2.1.1, 2.1.2, 2.1.3] Μικτές αποδοχές (Gross wages). Οι μικτές αποδοχές περιλαμβάνουν:(α) τακτικές αποδοχές,
(β) πρόσθετες αποδοχές,
(γ) αποδοχές σε είδος.
Οι παροχές (αποδοχές) μπορεί να εκφράζονται είτε σε χρήμα είτε σε είδος.
Οι τακτικές και πρόσθετες παροχές σε χρήμα συμπεριλαμβάνουν τις κοινωνικές εισφορές, τους φόρους εισοδήματος και άλλες πληρωμές που γίνονται από τους εργοδότες κατευθείαν σε ασφαλιστικά σχήματα, φορολογικές αρχές, κ.λπ., για λογαριασμό των εργαζομένων.
Οι παροχές σε είδος αφορούν αγαθά και υπηρεσίες, ή άλλες μη ταμιακές παροχές, που δίνονται χωρίς χρέωση ή σε μειωμένες τιμές από τους εργοδότες. Οι παροχές αυτές μπορεί να χρησιμοποιούνται από τους εργαζομένους κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, για την ικανοποίηση των αναγκών τους ή των αναγκών άλλων μελών του νοικοκυριού τους. Οι παροχές σε αγαθά και υπηρεσίες, επιμετρούνται σε τιμές κόστους εάν παράγονται από τον εργοδότη, και σε αγοραίες τιμές, εάν αποκτώνται από την αγορά. Αυτή η αξία μειώνεται κατά το ποσό που πληρώνεται από τους εργαζόμενους όταν τα αγαθά και οι υπηρεσίες δίνονται με μειωμένες τιμές και όχι δωρεάν.
Οι παροχές σε εργαζομένους σε χρήμα περιλαμβάνουν τα κατωτέρω είδη αποζημίωσης:
(α) βασικά ημερομίσθια και μισθούς πληρωτέα σε τακτικά διαστήματα,
(β) πρόσθετες πληρωμές όπως πληρωμές για υπερωρία, νυκτερινή εργασία, εργασία Σαββατοκύριακου, δυσάρεστες ή επικίνδυνες καταστάσεις,
(γ) επιδόματα κόστους διαβίωσης, τοπικά επιδόματα και επιδόματα εκπατρισμού,
(δ) επιδόματα ή άλλες έκτακτες πληρωμές συνδεδεμένες με τη συνολική απόδοση που γίνονται βάσει σχημάτων κινήτρων, επιδόματα βάσει παραγωγικότητας ή κερδών, επιδόματα Χριστουγέννων και νέου έτους, πληρωμές 13ου και 14ου μηνός, γνωστές ως ετήσιες συμπληρωματικές πληρωμές,
(ε) επιδόματα για μεταφορά προς και από την εργασία, εξαιρουμένων των επιδομάτων ή αποζημιώσεων των εργαζομένων για ταξίδια, μετακόμιση και ψυχαγωγία που αναλαμβάνουν στα πλαίσια των καθηκόντων τους,
(στ) πληρωμές διακοπών για υποχρεωτική ή ετήσια άδεια,
(ζ) πληρωμές από τους εργοδότες στους εργαζομένους τους βάσει αποταμιευτικών σχημάτων,
(η) έκτακτες πληρωμές σε εργαζόμενους που φεύγουν από την οντότητα, οι οποίες δεν συνδέονται με συλλογική σύμβαση,
(θ) στεγαστικά επιδόματα που πληρώνονται σε χρήμα από τους εργοδότες στους εργαζομένους τους.
Παραδείγματα παροχών σε είδος είναι:
(α) γεύματα και ποτά, εξαιρουμένων ειδικών γευμάτων ή ποτών που επιβάλλονται από εξαιρετικές συνθήκες. Μειώσεις τιμών από δωρεάν ή επιδοτούμενες καντίνες, ή με κουπόνια γευμάτων, περιλαμβάνονται στα ημερομίσθια και μισθούς σε είδος,
(β) παροχή κατοικιών ή υπηρεσιών διαμονής, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από όλα τα μέλη του νοικοκυριού του εργαζόμενου,
(γ) στολές ή άλλοι τύποι ειδικού ρουχισμού που οι εργαζόμενοι επιλέγουν να φορούν συχνά έξω από τον εργασιακό χώρο αλλά και κατά την εργασία,
(δ) υπηρεσίες οχημάτων ή άλλων διαρκών αγαθών που παρέχονται για προσωπική χρήση των εργαζομένων,
(ε) υπηρεσίες ή αγαθά που παράγονται ως προϊόντα από την παραγωγική διαδικασία του εργοδότη, όπως σιδηροδρομικά ή αεροπορικά ταξίδια χωρίς χρέωση για τους εργαζόμενους,
(στ) παροχή άθλησης, εγκαταστάσεων αναψυχής ή διακοπών για εργαζομένους και τις οικογένειές τους,
(ζ) μεταφορά προς και από την εργασία, εκτός εάν η μεταφορά πραγματοποιείται σε χρόνο επιλογής του εργοδότη, καθώς και στάθμευση αυτοκινήτου, που διαφορετικά θα πληρωνόταν από τον εργαζόμενο,
(η) φροντίδα για τα παιδιά των εργαζομένων,
(θ) πληρωμές προς όφελος των εργαζομένων, που γίνονται από εργοδότες σε συμβούλια εργαζομένων ή παρόμοια σώματα,
(ι) δάνεια σε εργαζόμενους με μειωμένα επιτόκια. Η αξία αυτής της παροχής εκτιμάται ως το ποσό που ο εργαζόμενος έπρεπε να πληρώσει εάν το επιτόκιο ήταν το ισχύον στην αγορά, μείον το ποσό του τόκου που πληρώθηκε πραγματικά,
Οι παροχές σε εργαζομένους δεν περιλαμβάνουν τα κατωτέρω:
(α) έξοδα από τους εργοδότες αναγκαία για την παραγωγική τους διαδικασία. Παραδείγματα είναι τα εξής:
• επιδόματα ή αποζημιώσεις σε εργαζομένους για ταξίδια, έξοδα μετακίνησης και αναψυχής που πραγματοποιούνται στα πλαίσια των καθηκόντων τους,
• έξοδα για παροχή φιλοξενίας στο χώρο εργασίας, ιατρικές εξετάσεις που απαιτούνται λόγω της φύσης της εργασίας και προμήθεια ενδυμάτων εργασίας που φοριούνται στην εργασία,
• υπηρεσίες διαμονής στο χώρο της εργασίας, που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το νοικοκυριό του εργαζόμενου, για παράδειγμα καμπίνες, κοιτώνες, ξενώνες εργαζομένων και παραπήγματα,
• ειδικά γεύματα ή ποτά που επιβάλλονται από ειδικές συνθήκες εργασίας,
• επιδόματα που πληρώνονται σε εργαζόμενους για την αγορά εργαλείων, εξοπλισμού ή ειδικού ρουχισμού που χρειάζεται για την εργασία τους, ή το τμήμα εκείνο των ημερομισθίων ή των μισθών, το οποίο βάσει των συμβάσεων απασχόλησής τους, οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται να αφιερώνουν σε τέτοιες αγορές,
(β) κοινωνικές παροχές εργοδοτών σε χρήμα ή σε είδος (λογαριασμοί 2.2.3 και 2.2.4).
[2.1.9] Εργοδοτικές εισφορές (Employers’ social contributions). Οι εργοδοτικές εισφορές αφορούν κοινωνικές εισφορές που πληρώνονται από τους εργοδότες σε σχήματα κοινωνικής ασφάλισης για εξασφάλιση κοινωνικών παροχών στους εργαζομένους τους. [2.2] Κοινωνικές παροχές (Social benefits). Αφορούν μεταβιβάσεις σε νοικοκυριά, σε είδος ή σε χρήμα, που έχουν ως σκοπό την ανακούφισή τους από το χρηματοοικονομικό βάρος κινδύνων ή αναγκών, οι οποίες γίνονται μέσω συλλογικά οργανωμένων σχημάτων, ή εκτός τέτοιων σχημάτων, από οντότητες της γενικής κυβέρνησης και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Οι εν λόγω μεταβιβάσεις συμπεριλαμβάνουν πληρωμές από τη γενική κυβέρνηση σε παραγωγούς οι οποίοι εν συνεχεία παρέχουν εξατομικευμένες υπηρεσίες σε νοικοκυριά στα πλαίσια κοινωνικού κινδύνου ή αναγκών.Οι κίνδυνοι ή οι ανάγκες που μπορεί να δικαιολογήσουν κοινωνικές παροχές περιλαμβάνουν:
(α) ασθένεια
(β) αναπηρία, ανικανότητα
(γ) εργατικό ατύχημα ή ασθένεια
(δ) γήρας
(ε) ζώντα προστατευόμενα μέλη
(στ) μητρότητα
(ζ) οικογένεια
(η) προώθηση απασχόλησης
(θ) ανεργία
(ι) στέγαση
(κ) εκπαίδευση
(λ) γενική ανέχεια-ένδεια
Στην περίπτωση στέγασης, πληρωμές που γίνονται από δημόσιες αρχές σε ενοικιαστές προκειμένου να μειώσουν το ενοίκιό τους, είναι κοινωνικές παροχές, με εξαίρεση τις ειδικές παροχές που πληρώνονται από δημόσιες αρχές με την ιδιότητά τους ως εργοδότες.
Οι κοινωνικές παροχές περιλαμβάνουν:
(α) τρέχουσες και εφάπαξ μεταβιβάσεις από σχήματα που λαμβάνουν εισφορές, καλύπτουν το σύνολο της κοινωνίας ή μεγάλους τομείς της και επιβάλλονται και ελέγχονται από μονάδες της γενικής κυβέρνησης (ταμεία κοινωνικής ασφάλισης),
(β) τρέχουσες και εφάπαξ μεταβιβάσεις από σχήματα που οργανώνονται από δημόσιες αρχές με την ιδιότητά τους ως εργοδότες για λογαριασμό των εργαζομένων τους, πρώην εργαζομένων τους ή εξαρτώμενων μελών (άλλα σχήματα κοινωνικής ασφάλισης που σχετίζονται με απασχόληση). Οι εισφορές μπορεί να δίδονται από τους εργαζόμενους και/ή τους εργοδότες, καθώς επίσης και από αυτοαπασχολούμενα πρόσωπα,
(γ) τρέχουσες μεταβιβάσεις από κυβερνητικές μονάδες και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που δεν εξαρτώνται από προηγούμενες πληρωμές εισφορών και οι οποίες γενικά συνδέονται με εκτίμηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Τέτοιες μεταβιβάσεις ταξινομούνται ως κοινωνική πρόνοια.
Προκειμένου μια εξατομικευμένη ασφάλιση να αντιμετωπισθεί ως τμήμα του σχήματος κοινωνικής ασφάλισης, τα ενδεχόμενα ή οι περιστάσεις έναντι των οποίων οι συμμετέχοντες είναι ασφαλισμένοι πρέπει να ανταποκρίνονται στους ανωτέρω κινδύνους ή ανάγκες και επιπρόσθετα, πρέπει να ικανοποιούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες συνθήκες:
(α) η συμμετοχή στο σχήμα είναι υποχρεωτική είτε από νόμο είτε βάσει των όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης εργαζομένου ή ομάδας εργαζομένων,
(β) το σχήμα είναι συλλογικό και λειτουργεί προς όφελος καθορισμένης ομάδας εργαζομένων, υπαλλήλων, αυτοαπασχολούμενων, ή μη απασχολούμενων, της συμμετοχής περιοριζόμενης στα μέλη αυτής της ομάδας,
(γ) ο εργοδότης εισφέρει στο σχήμα για λογαριασμό του εργαζομένου, είτε ο εργαζόμενος συνεισφέρει είτε όχι.
[2.2.1] Παροχές κοινωνικής ασφάλισης σε χρήμα (Social security benefits in cash). Αφορούν παροχές κοινωνικής ασφάλισης που πληρώνονται σε χρήμα προς νοικοκυριά από ταμεία κοινωνικής ασφάλισης. [2.2.2] Παροχές κοινωνικές ασφάλισης σε είδος (Social security benefits in kind). Τυπικά περιλαμβάνουν αγαθά και υπηρεσίες που αποκτώνται από την αγορά για λογαριασμό νοικοκυριών και παροχές πουμε αποζημιώσεις κόστους αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζονται από νοικοκυριά σύμφωνα με τους κανόνες του σχήματος. Τυπικές περιπτώσεις τέτοιων αγαθών και υπηρεσιών είναι ιατρικές ή οδοντιατρικές θεραπείες, χειρουργικές επεμβάσεις, διαμονή σε νοσοκομείο, γυαλιά και φακοί επαφής όρασης, φαρμακευτικά προϊόντα, φροντίδα στο σπίτι και παρόμοια αγαθά και υπηρεσίες.
[2.2.3] Κοινωνικές παροχές εργοδοτών σε χρήμα (Emloyment-related social benefits in cash). Αφορούν παροχές που πληρώνονται από εργοδότες στα πλαίσια άλλων σχημάτων κοινωνικής ασφάλισης που σχετίζονται με απασχόληση. Οι παροχές άλλων σχημάτων κοινωνικής ασφάλισης που σχετίζονται με απασχόληση είναι κοινωνικές παροχές σε χρήμα που πληρώνονται από σχήματα κοινωνικής ασφάλισης που διοικούνται κατευθείαν από τους εργοδότες, για τους συνεισφέροντες στα σχήματα, τα εξαρτώμενα μέλη τους και τα επιζώντα προστατευόμενα μέλη τους.Στις κοινωνικές παροχές εργοδοτών σε χρήμα, τυπικά περιλαμβάνονται:
(α) τακτικές πληρωμές κανονικών ή μειωμένων ημερομισθίων κατά τη διάρκεια περιόδων απουσίας από την εργασία ως αποτέλεσμα ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας κ.λπ.
(β) πληρωμή επιδομάτων οικογένειας, εκπαίδευσης ή άλλων επιδομάτων αναφορικά με εξαρτώμενα μέλη,
(γ) πληρωμή συντάξεων σε πρώην εργαζομένους ή σε επιζώντα προστατευόμενα μέλη αυτών, πληρωμή αποζημιώσεων απόλυσης σε εργαζομένους ή τους επιζώντες τους σε περίπτωση πλεονάζοντος προσωπικού, ανικανότητας, θανάτου από ατύχημα κ.λπ., εφόσον συνδέονται με συλλογικές συμβάσεις,
(δ) γενικές υπηρεσίες περίθαλψης που δεν συνδέονται με την εργασία των εργαζομένων, (ε) ανάρρωση και γηροκομεία.
[2.2.4] Κοινωνικές παροχές εργοδοτών σε είδος (Employment-related social benefits in kind). Περιλαμβάνουν αγαθά και υπηρεσίες που αποκτώνται από την αγορά για λογαριασμό των νοικοκυριών και παροχές που σχετίζονται με αποζημιώσεις του κόστους αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζονται από νοικοκυριά βάσει των κανόνων του σχήματος κοινωνικής ασφάλισης που διοικείται κατευθείαν από τον εργοδότη. Τυπικές περιπτώσεις τέτοιων αγαθών και υπηρεσιών είναι ιατρικές και οδοντιατρικές θεραπείες, χειρουργικές επεμβάσεις, παραμονή σε νοσοκομείο, γυαλιά και φακοί επαφής όρασης, φαρμακευτικά προϊόντα, φροντίδα στο σπίτι και παρόμοια αγαθά και υπηρεσίες. [2.2.5] Παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε χρήμα (Social assistance benefits in cash). Αφορούν τρέχουσες μεταβιβάσεις που πληρώνονται σε νοικοκυριά από δημόσιες οντότητες ή μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, για την εκπλήρωση των ίδιων αναγκών που καλύπτουν οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης, αλλά οι οποίες δεν γίνονται από σχήμα κοινωνικής ασφάλισης που απαιτεί συμμετοχή συνήθως με τη μορφή κοινωνικών εισφορών. Συνεπώς, αυτές δεν περιλαμβάνουν το σύνολο των παροχών που πληρώνονται από οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε χρήμα, μπορεί να πληρώνονται στις κάτωθι περιπτώσεις:(α) δεν υπάρχουν σχήματα κοινωνικής ασφάλισης που καλύπτουν τις εν λόγω περιπτώσεις,
(β) ακόμα και αν υφίστανται σχήματα κοινωνικής ασφάλισης, τα εν λόγω νοικοκυριά δεν συμμετέχουν και δεν είναι επιλέξιμα για παροχές κοινωνικής ασφάλισης,
(γ) οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης θεωρούνται ότι είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη των εν λόγω αναγκών, οπότε οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας πληρώνονται επιπρόσθετα,
(δ) η καταβολή γίνεται ως ζήτημα γενικής κοινωνικής πολιτικής.
Τέτοιες παροχές δεν περιλαμβάνουν τρέχουσες μεταβιβάσεις που πληρώνονται για κάλυψη γεγονότων ή περιστάσεων που συνήθως δεν καλύπτονται από σχήματα κοινωνικής ασφάλισης (π.χ. μεταβιβάσεις που γίνονται για κάλυψη φυσικών καταστροφών, που καταγράφονται ως λοιπές τρέχουσες μεταβιβάσεις ή ως κεφαλαιακές μεταβιβάσεις).
[2.2.6] Παροχές κοινωνικής πρόνοιας σε είδος (Social assistance benefits in kind). Αφορούν αγαθά και υπηρεσίες που αποκτώνται με αγορά για λογαριασμό νοικοκυριών, καθώς και παροχές που σχετίζονται με αποζημιώσεις κόστους αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζονται από νοικοκυριά στα πλαίσια πολιτικής κοινωνικής πρόνοιας. [2.3] Μεταβιβάσεις (Transfers). Αφορούν συναλλαγές κατά τις οποίες οντότητα της γενικής κυβέρνησης παρέχει αγαθό, υπηρεσία ή περιουσιακό στοιχείο σε άλλη οντότητα, χωρίς να λάβει από αυτή οποιοδήποτε αγαθό, υπηρεσία ή περιουσιακό στοιχείο, ως άμεσο αντάλλαγμα. Αυτό το είδος συναλλαγής είναι επίσης αναφερόμενο ως χωρίς ανταπόδοση, συναλλαγή «κάτι για τίποτα». Μεταβιβάσεις μπορεί επίσης να προκύπτουν όταν το ποσό που παρέχεται ως αντάλλαγμα για ένα στοιχείο δεν είναι οικονομικά σημαντικό ή είναι πολύ μικρότερο από την αξία του.Οι μεταβιβάσεις σε είδος αφορoύν αγαθό ή υπηρεσία που παρέχεται χωρίς χρέωση ή την αλλαγή ιδιοκτησίας υπάρχοντος μη χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου χωρίς να ληφθεί οποιαδήποτε ανάλογη αξία ως αντάλλαγμα. Αγαθά και υπηρεσίες που παρέχονται χωρίς χρέωση, ταξινομούνται ως τρέχουσες επιχορηγήσεις. Μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται χωρίς χρέωση ταξινομούνται ως επιχορηγήσεις επενδύσεων. Οι μεταβιβάσεις σε είδος επιμετρώνται σε τρέχουσες αγοραίες τιμές. Εάν δεν είναι διαθέσιμες αγοραίες τιμές, η αξία περιλαμβάνει μόνο τα κόστη που αναλήφθηκαν για την παροχή των πόρων ή τα ποσά τα οποία θα λαμβάνονταν εάν οι πόροι πωλούνταν, όποιο από τα δύο είναι διαθέσιμο. Κεφαλαιακή μεταβίβαση σε είδος αφορά αναγκαστικά την μεταβολή της ιδιοκτησίας ενός αγαθού που προηγουμένως καταχωρείτο από τον δωρητή ως μη χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, δωρητής και αποδέκτης μπορεί να αντιμετωπίζουν την αξία του μη χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου εντελώς διαφορετικά. Για να διατηρείται η συνέπεια, στην καταγραφή των συναλλαγών, πρέπει να χρησιμοποιείται η επιμέτρηση από την πλευρά του δωρητή.
[2.3.1] Τρέχουσες εγχώριες μεταβιβάσεις (Current domestic transfers). Μεταβιβάσεις σε εγχώριες οντότητες, όπως άλλες οντότητες της γενικής κυβέρνησης, δημόσιες εταιρείες, εγχώρια ιδρύματα, ιδιωτικές οντότητες και νοικοκυριά, που καταβάλλονται σε συχνά χρονικά διαστήματα ή που προορίζονται να καλύπτουν τρέχουσες δαπάνες του αποδέκτη. [2.3.2] Τρέχουσες μεταβιβάσεις προς οργανισμούς και κράτη-μέλη της Ε.Ε. (Current Transfers to institutions and member states of EU). Τρέχουσες μεταβιβάσεις που πληρώνονται από τη γενική κυβέρνηση κάθε κράτους - μέλους σε οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε άλλα κράτη-μέλη.Σε αυτήν την κατηγορία καταγράφεται ο τρίτος ίδιος πόρος της Ε.Ε. που βασίζεται στον ΦΠΑ και ο τέταρτος ίδιος πόρος της Ε.Ε. που βασίζεται στο Ακαθάριστο Εγχώριο Εισόδημα, που είναι εισφορές στον προϋπολογισμό οργανισμών της Ένωσης. Το ποσό της συνεισφοράς κάθε κράτους - μέλους βασίζεται στα επίπεδα της δικής του βάσης ΦΠΑ και Ακαθάριστου Εγχώριου Εισοδήματος.
Η τίτλος αυτός καλύπτει επίσης διάφορες μη φορολογικές συνεισφορές της γενικής κυβέρνησης σε οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[2.3.3] Τρέχουσες μεταβιβάσεις σε φορείς του εξωτερικού (Current transfers to foreign entities). Περιλαμβάνουν όλες τις μεταβιβάσεις σε χρήμα ή σε είδος μεταξύ της γενικής κυβέρνησης και κυβερνήσεων ή διεθνών οργανισμών στον υπόλοιπο κόσμο (πλην Ε.Ε.), εκτός επιχορηγήσεων επενδύσεων και άλλων κεφαλαιακών μεταβιβάσεων.Η κατηγορία περιλαμβάνει:
(α) τις συνεισφορές της γενικής κυβέρνησης σε διεθνείς οργανισμούς (εξαιρουμένων φόρων που πληρώνονται από τη γενική κυβέρνηση σε υπερεθνικούς οργανισμούς των οποίων είναι μέλος),
(β) τρέχουσες μεταβιβάσεις μεταξύ κρατών, είτε σε χρήμα (π.χ. πληρωμές που αποσκοπούν να χρηματοδοτήσουν ελλείμματα προϋπολογισμού ξένων χωρών ή υπερπόντιων εδαφών) είτε σε είδος (π.χ. δώρα ή φαγητό, στρατιωτικό εξοπλισμό, επείγουσα βοήθεια μετά από φυσικές καταστροφές με τη μορφή φαγητού, ρουχισμού, φαρμάκων κ.λπ.),
(γ) μισθούς και ημερομίσθια που πληρώνονται από την γενική κυβέρνηση σε συμβούλους ή ειδικούς για τεχνική βοήθεια που διατίθενται σε αναπτυσσόμενες χώρες,
(δ) μεταβιβάσεις από τη γενική κυβέρνηση σε διεθνείς οργανισμούς που είναι εγκατεστημένοι στη χώρα, δεδομένου ότι οι μονάδες διεθνών οργανισμών δεν αντιμετωπίζονται ως κάτοικοι των χωρών στις οποίες είναι εγκατεστημένες.
[2.3.4 και 2.3.6] Επιχορηγήσεις επενδύσεων (Investment grants). Αφορούν κεφαλαιακές μεταβιβάσεις σε χρήμα ή σε είδος που πληρώνονται από οντότητες της γενικής κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση όλου ή μέρους του κόστους που αναλήφθηκε από οντότητα για την απόκτηση παγίων περιουσιακών στοιχείων.Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων σε είδος αφορούν μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων όπως εξοπλισμός μεταφορών, μηχανολογικός και άλλος εξοπλισμός. Οι επιχορηγήσεις επενδύσεων περιλαμβάνουν τόσο πληρωμές εφάπαξ συνολικών ποσών σχεδιασμένες να χρηματοδοτήσουν το σχηματισμό κεφαλαίου κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου όσο και πληρωμές σε δόσεις αναφορικά με το σχηματισμό κεφαλαίου που έγινε κατά τη διάρκεια προγενέστερης περιόδου.
Επιχορηγήσεις που λήφθηκαν από οντότητα για την κάλυψη δαπάνης τόκου που συνδέεται με απόκτηση περιουσιακού στοιχείου εξαιρούνται από τις επιχορηγήσεις επενδύσεων και καταχωρούνται ως τρέχουσες μεταβιβάσεις. Παρόλα αυτά, όταν η επιχορήγηση εξυπηρετεί διπλό σκοπό, δηλαδή της χρηματοδότησης της πληρωμής του συμβατικού χρέους και της πληρωμής του τόκου στο δανεισθέν κεφάλαιο, και δεν είναι δυνατό να διαχωριστούν αυτά τα δύο συστατικά, το σύνολο της επιχορήγησης αντιμετωπίζεται στους λογαριασμούς ως επιχορήγηση επενδύσεων. Μεταβιβάσεις που προορίζονται για διάφορους απροσδιόριστους σκοπούς καταχωρούνται ως τρέχουσες μεταβιβάσεις ακόμα και εάν μερικώς χρησιμοποιούνται για την κάλυψη απόκτησης περιουσιακού στοιχείου.
[2.3.9] Λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις (Other capital transfers). Αφορούν μεταβιβάσεις, άλλες εκτός επιχορηγήσεων επενδύσεων, στις οποίες η ιδιοκτησία ενός περιουσιακού στοιχείου (εκτός μετρητών ή αποθεμάτων), αλλάζει από ένα μέρος σε άλλο, ή η οποία δεσμεύει ένα ή δύο μέρη για την απόκτηση ή την διάθεση ενός περιουσιακού στοιχείου (εκτός μετρητών ή αποθεμάτων), ή όπου μια υποχρέωση, χαρίζεται από τον πιστωτή. Μια κεφαλαιακή μεταβίβαση καταλήγει σε σημαντική μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων του ενός ή και των δύο μερών της συναλλαγής. Οι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις τυπικά είναι μεγάλες και μη συχνές, χωρίς όμως αυτό να είναι απαραίτητο για την ταξινόμηση μιας μεταβίβασης ως κεφαλαιακής.Οι λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις περιλαμβάνουν, χωρίς να περιορίζονται σε αυτές, τις κατωτέρω συναλλαγές:
(α) πληρωμές που προορίζονται να καλύψουν τα κόστη αγαθών που καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημίες από έκτακτα γεγονότα (φυσικές καταστροφές κ.λπ.),
(β) μεταβιβάσεις μεταξύ οντοτήτων του δημοσίου που προορίζονται να καλύψουν ζημίες που σωρεύτηκαν επί αρκετά έτη, ή έκτακτες ζημίες από αιτίες εκτός ελέγχου της οντότητας,
(γ) κληροδοτήματα, μεγάλα δώρα και δωρεές, περιλαμβανομένων κληροδοτημάτων ή μεγάλων δώρων σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Παραδείγματα δώρων σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς είναι δώρα σε πανεπιστήμια για την κάλυψη του κόστους ανέγερσης νέων φοιτητικών εστιών, βιβλιοθηκών, εργαστηρίων, κ.λπ.,
(δ) πληρωμές για καταπτώσεις εγγυήσεων οι οποίες απαλλάσσουν υπερήμερους οφειλέτες από τις δεσμεύσεις τους,
(ε) το ποσό που προκύπτει από συναλλαγή ακύρωσης χρεών με συμφωνία μεταξύ οντοτήτων. Τέτοιες ακυρώσεις με αμοιβαία συμφωνία αντιμετωπίζονται ως κεφαλαιακές μεταβιβάσεις από τον πιστωτή στον χρεώστη ίσης αξίας με το ανεξόφλητο χρέος κατά το χρόνο της ακύρωσης. Ομοίως, το ποσό που προκύπτει από τη συναλλαγή ανάληψης χρέους και άλλων παρόμοιων συναλλαγών (όπως η αναδιάρθρωση χρέους όπου μέρος χρέους διαγράφεται ή μεταβιβάζεται), εντάσσεται στις λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις.
(στ) έκτακτες πληρωμές σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης που γίνονται από εργοδότες (περιλαμβανομένης της γενικής κυβέρνησης), ή από την κυβέρνηση (ως μέρος της κοινωνικής λειτουργίας της) στο βαθμό που τέτοιες πληρωμές είναι σχεδιασμένες να αυξάνουν τα αναλογιστικά αποθέματα αυτών των οργανισμών.
[2.4] Αγορές αγαθών και υπηρεσιών (Purchases of goods and services). Οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών αφορούν εισροές που αναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία, εξαιρουμένων των παγίων περιουσιακών στοιχείων, η ανάλωση των οποίων, καταχωρείται ως ανάλωση παγίου κεφαλαίου, μέσω των αποσβέσεων. Τα αγαθά και οι υπηρεσίες είτε μετασχηματίζονται είτε αναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία και περιλαμβάνουν:(α) αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται ως εισροές στην παραγωγή, για παράδειγμα αγορές, προώθηση, λογιστικές υπηρεσίες, επεξεργασία δεδομένων, μεταφορές, αποθήκευση, συντήρηση, ασφάλεια κ.λπ.,
(β) ενοίκια παγίων περιουσιακών στοιχείων, π.χ. λειτουργικές μισθώσεις μηχανημάτων, οχημάτων και λογισμικού,
(γ) στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται ως πάγια περιουσιακά στοιχεία (πάγιο ενεργητικό), όπως:
• φθηνά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στις κοινές λειτουργίες, όπως μικρά εργαλεία χειρός, και μικρές συσκευές όπως υπολογιστές τσέπης. Όλες οι δαπάνες για τέτοια διαρκή αγαθά καταχωρούνται ως αγορές αγαθών και υπηρεσιών,
• η συνήθης συντήρηση και επισκευή παγίων περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή,
• υπηρεσίες εκπαίδευσης προσωπικού, έρευνα αγοράς και παρόμοιες δραστηριότητες, που αγοράζονται από εξωτερικό προμηθευτή,
• δαπάνες εργαζομένων, που αποζημιώνονται από τον εργοδότη, για στοιχεία αναγκαία για την παραγωγή του εργοδότη, όπως συμβατικές δεσμεύσεις για αγορά για ίδιο λογαριασμό εργαλείων ή ενδυμάτων ασφάλειας,
(δ) δαπάνες εργοδοτών για δικό τους όφελος καθώς επίσης και για όφελος των εργαζομένων τους, επειδή είναι αναγκαία στην παραγωγή. Παραδείγματα είναι:
• αποζημίωση εργαζομένων για έξοδα ταξιδιών, αποχωρισμού, μετακίνησης και διασκέδασης, που πραγματοποιούνται στα πλαίσια των καθηκόντων τους,
• δαπάνες για παροχή διευκολύνσεων στο χώρο εργασίας, ιατρικές εξετάσεις που απαιτούνται λόγω της φύσης της εργασίας και προμήθεια ρουχισμού που φοριέται στην εργασία,
• υπηρεσίες διαμονής στο χώρο εργασίας που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τα νοικοκυριά των εργαζομένων, για παράδειγμα καμπίνες, κοιτώνες, ξενώνες εργαζομένων και παραπήγματα,
• ειδικά γεύματα ή ποτά που επιβάλλονται από ειδικές εργασιακές συνθήκες,
• επιδόματα που πληρώνονται στους εργαζομένους για την αγορά εργαλείων, εξοπλισμού ή ειδικού ρουχισμού που χρειάζεται για την εργασία τους, ή εκείνο το τμήμα των ημερομισθίων ή του μισθού τους το οποίο βάσει συμβάσεων απασχόλησης, οι εργαζόμενοι απαιτείται να αφιερώνουν σε τέτοιες αγορές.
Οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών δεν περιλαμβάνουν:
(α) στοιχεία που αντιμετωπίζονται ως περιουσιακά στοιχεία του ενεργητικού, όπως για παράδειγμα:
• τιμαλφή,
• μεταλλευτικές έρευνες,
• σημαντικές βελτιώσεις πέραν αυτών που απαιτούνται για διατήρηση παγίων περιουσιακών στοιχείων σε καλή κατάσταση λειτουργίας, όπως ανακαίνιση, ανακατασκευή ή μεγέθυνση,
• άμεση αγορά λογισμικού, ή παραγωγή για ίδιο λογαριασμό,
• οπλισμό και εξοπλισμό χρήσης του,
(β) δαπάνη από εργοδότες που αντιμετωπίζεται ως ημερομίσθια και μισθοί σε είδος,
(γ) πληρωμές για άδειες χρήσης φυσικών πόρων (π.χ. γης) που αντιμετωπίζονται ως ενοίκια.
[2.4.1] Αγορές αγαθών (purchases of goods). Η κατηγορία περιλαμβάνει τις αγορές διαφόρων υλικών και αναλωσίμων, όπως φαρμακευτικά υλικά, υλικά καθαριότητας, καύσιμα, κ.λπ. [2.4.2] Αμοιβές για υπηρεσίες (Purchases of services). Η κατηγορία περιλαμβάνει πληρωμές για την λήψη υπηρεσιών, όπως υπηρεσίες μεταφοράς, επικοινωνίες, ενέργεια κ.λπ. [2.4.3] Προμήθειες (Commissions). Πληρωμές για αμοιβές, που συνήθως αποτελούν ποσοστό της συνολικής αμοιβής για εκτέλεση εργασίας. [2.4.4] Μισθώματα (Rentals). Τα μισθώματα είναι πληρωμές που γίνονται βάσει λειτουργικής μίσθωσης για χρήση παγίου στοιχείου που ανήκει σε άλλη μονάδα. Περιλαμβάνουν τις κατωτέρω περιπτώσεις: [2.4.4.01] Μισθώματα κτιρίων και υποδομών. [2.4.4.02] Μισθώματα μηχανολογικού εξοπλισμού. [2.4.4.03] Μισθώματα οχημάτων. [2.4.4.04] Μισθώματα οπλικών συστημάτων. [2.4.4.05] Άδειες χρήσης πνευματικών δικαιωμάτων. [2.4.4.09] Λοιπά μισθώματα.Η κατηγορία αυτή δεν περιλαμβάνει πληρωμές για την μίσθωση φυσικών πόρων, όπως ενοίκια γης, ενοίκια πόρων υπεδάφους, κ.λπ. Οι εν λόγω συναλλαγές καταχωρούνται ως «Ενοίκια φυσικών πόρων» (Λογαριασμός 2.7.3)
[2.5] Επιδοτήσεις (Subsidies). Αφορούν τρέχουσες χωρίς ανταπόδοση πληρωμές τις οποίες η γενική κυβέρνηση κάνει προς εγχώριους παραγωγούς.Τα κατωτέρω είναι παραδείγματα σκοπών για τους οποίους δίδονται επιδοτήσεις:
(α) επηρεασμός των επιπέδων παραγωγής,
(β) επηρεασμός των τιμών των προϊόντων, ή
(γ) επηρεασμός της αποζημίωσης των συντελεστών παραγωγής.
Οι παραγωγοί που εντάσσονται στη γενική κυβέρνηση μπορούν να λάβουν επιδοτήσεις μόνο εάν οι πληρωμές εξαρτώνται από γενικούς κανονισμούς που εφαρμόζονται τόσο στους δημόσιους όσο και στους ιδιώτες παραγωγούς.
[2.5.1] Επιδοτήσεις προϊόντων και υπηρεσιών (Subsidies on products and services). Επιδοτήσεις επί προϊόντων είναι επιδοτήσεις που πληρώνονται ανά μονάδα αγαθού ή υπηρεσίας που παράγεται ή εισάγεται. Τα ποσά επιδοτήσεων επί προϊόντων μπορούν να εξατομικεύονται με τους κατωτέρω τρόπους:(α) συγκεκριμένο ποσό χρημάτων ανά μονάδα ποσότητας αγαθού ή υπηρεσίας,
(β) συγκεκριμένο ποσοστό της τιμής ανά μονάδα,
(γ) η διαφορά μεταξύ συγκεκριμένης τιμής στόχου και της αγοραίας τιμής που πληρώνεται από τον αγοραστή.
Η επιδότηση προϊόντος συνήθως είναι πληρωτέα όταν το αγαθό παράγεται, πωλείται ή εισάγεται, αλλά μπορεί επίσης να είναι πληρωτέα σε άλλες περιστάσεις, όπως όταν το αγαθό μεταβιβάζεται, ενοικιάζεται, διανέμεται ή χρησιμοποιείται για ίδια κατανάλωση ή για σχηματισμό ιδίου κεφαλαίου.
[2.5.2] Eπιδοτήσεις στην παραγωγή (Subsidies on production). Οι επιδοτήσεις στην παραγωγή αφορούν επιδοτήσεις, εκτός επιδοτήσεων προϊόντων, τις οποίες οι εγχώριοι παραγωγοί μπορεί να λάβουν ως αποτέλεσμα της εμπλοκής τους στην παραγωγή.Οι επιδοτήσεις παραγωγής περιλαμβάνουν τα ακόλουθα παραδείγματα:
(α) επιδοτήσεις μισθοδοσίας ή προσωπικού, όπως επιδοτήσεις που πληρώνονται επί της συνολικής μισθοδοσίας ή του συνολικού προσωπικού, για παράδειγμα επιδοτήσεις που πληρώνονται για ιδιαίτερους τύπους προσώπων όπως φυσικά μειονεκτούντα άτομα που είναι άνεργα για μεγάλες περιόδους ή επί του κόστους σχημάτων εκπαίδευσης που οργανώνονται ή χρηματοδοτούνται από επιχειρήσεις,
(β) επιδοτήσεις για μείωση ρύπανσης: αφορούν τρέχουσες επιδοτήσεις που προορίζονται να καλύψουν μέρος ή το σύνολο του κόστους πρόσθετων διαδικασιών που αναλαμβάνονται για τη μείωση ή εξάλειψη της απόρριψης ρύπων στο περιβάλλον,
(γ) επιχορηγήσεις για μείωση του κόστους από τόκους που δίδονται σε εγχώριους παραγωγούς, ακόμα και εάν προορίζονται να ενθαρρύνουν το σχηματισμό κεφαλαίου. Όταν η επιχορήγηση υπηρετεί το διπλό σκοπό της χρηματοδότησης τόσο της πληρωμής του χρέους όσο και της πληρωμής των τόκων επί αυτού και δεν είναι δυνατό να γίνει διαχωρισμός μεταξύ των δύο αυτών συστατικών, το σύνολο της επιχορήγησης αντιμετωπίζεται ως επιχορήγηση επενδύσεων. Επιχορηγήσεις για ανακούφιση από τους τόκους σχεδιασμένες να ελαφρύνουν τα λειτουργικά κόστη των παραγωγών. Καταγράφονται ως επιδοτήσεις προς τους παραγωγούς που επωφελούνται από αυτές, ακόμα και εάν η διαφορά στους τόκους πληρώνεται κατευθείαν από την γενική κυβέρνηση στο πιστωτικό ίδρυμα που έδωσε το δάνειο.
Δεν αντιμετωπίζονται ως επιδοτήσεις οι κατωτέρω περιπτώσεις:
(α) τρέχουσες μεταβιβάσεις από τη γενική κυβέρνηση σε νοικοκυριά με την ιδιότητά τους ως καταναλωτές.
Αυτές αντιμετωπίζονται είτε ως κοινωνικές παροχές είτε ως διάφορες τρέχουσες μεταβιβάσεις,
(β) τρέχουσες μεταβιβάσεις μεταξύ διαφορετικών μερών της γενικής κυβέρνησης με την ιδιότητά τους ως παραγωγών, εκτός εάν αυτές οι πληρωμές εξαρτώνται από γενικούς κανονισμούς που εφαρμόζονται τόσο στους δημόσιους όσο και στους ιδιώτες παραγωγούς,
(γ) επιχορηγήσεις επενδύσεων,
(δ) έκτακτες πληρωμές σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, στο βαθμό που τέτοιες πληρωμές είναι σχεδιασμένες να αυξήσουν τα αναλογιστικά αποθέματα αυτών των οργανισμών. Τέτοιες πληρωμές καταχωρούνται ως λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις,
(ε) μεταβιβάσεις που γίνονται από τη γενική κυβέρνηση σε μη χρηματοοικονομικές εταιρείες με σκοπό να καλύψουν σωρευμένες ζημίες αρκετών ετών, ή έκτακτες ζημίες που οφείλονται σε παράγοντες εκτός ελέγχου της επιχείρησης, οι οποίες καταχωρούνται ως άλλες κεφαλαιακές μεταβιβάσεις,
(στ) ακύρωση χρέους που παραγωγοί οφείλουν στην γενική κυβέρνηση (που προκύπτουν, για παράδειγμα, από δάνεια προκαταβλητέα από φορέα της γενικής κυβέρνησης σε μη χρηματοοικονομική επιχείρηση η οποία έχει σωρεύσει εμπορικές ζημίες για αρκετά έτη). Τέτοιες συναλλαγές αντιμετωπίζονται ως λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις.
(ζ) πληρωμές που γίνονται από τη γενική κυβέρνηση για φθορές κεφαλαιουχικών αγαθών ως αποτέλεσμα εθνικής καταστροφής ή άλλων εκτάκτων γεγονότων. Αυτές καταχωρούνται ως λοιπές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις,
(η) μετοχές και άλλοι τίτλοι καθαρής θέσης σε εταιρείες που αγοράζονται από τη γενική κυβέρνηση,
(θ) πληρωμές που γίνονται από τη γενική κυβέρνηση σε παραγωγούς της αγοράς για κάλυψη του συνόλου ή μέρους αγαθών και υπηρεσιών που αυτοί οι παραγωγοί αγοράς παρέχουν κατευθείαν και εξατομικευμένα σε νοικοκυριά στα πλαίσια κοινωνικών κινδύνων ή αναγκών. Οι πληρωμές αυτές αντιμετωπίζονται ως κοινωνικές παροχές.
[2.6] Τόκοι (Interest). Τόκοι προκύπτουν από τις ακόλουθες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις:(α) καταθέσεις,
(β) χρεωστικοί τίτλοι,
(γ) δάνεια,
(δ) λοιπές υποχρεώσεις,
Εισόδημα από κατοχή και κατανομές ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων και από μη κατανεμηθέντες λογαριασμούς χρυσού, αντιμετωπίζεται ως τόκος. Πληρωμή που προκύπτει από οποιοδήποτε είδος συμβολαίου ανταλλαγής (swap) καταχωρείται ως συναλλαγή σε χρηματοοικονομικά παράγωγα και όχι ως τόκος.
[2.7] Λοιπές δαπάνες. Οι λοιπές δαπάνες περιλαμβάνουν τους φόρους, τις διανομές κερδών, τα ενοίκια φυσικών πόρων και τα πρόστιμα. [2.7.1] Φόροι (Taxes). Αφορά πληρωτέους φόρους από οντότητες της γενικής κυβέρνησης. [2.7.2] Διανομές κερδών (Distributed income). Περιλαμβάνει διανομή κερδών (μερίσματα ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή). [2.7.3] Ενοίκια φυσικών πόρων (Rents). Περιλαμβάνει πληρωμές για την μίσθωση φυσικών πόρων όπως ενοίκια γης, ενοίκια πόρων υπεδάφους, αμοιβές για την χρήση του ραδιοφάσματος, κ.λπ. [2.7.4] Πρόστιμα (Fines and penalties). Είναι υποχρεωτικές πληρωμές σε άλλες οντότητες που επιβάλλονται από δικαστήρια, λοιπές κρατικές αρχές, την Ευρωπαϊκή Ένωση ή λοιπούς διεθνείς οργανισμούς [2.8] Αποσβέσεις (Depreciation). Αφορά τις αποσβέσεις παγίων περιουσιακών στοιχείων. [2.9] Πιστώσεις υπό κατανομή (Unallocated amounts). Αφορά πιστώσεις που κατανέμονται σε άλλους λογαριασμούς.2. Γενικές αρχές που διέπουν τις δαπάνες
2.1 Αναγνώριση δαπανών
1. Οι δαπάνες που προκύπτουν από συναλλαγές ανταλλαγής αναγνωρίζονται όταν:
(α) το όφελος που ενσωματώνεται σε αυτές εισρέει στην οντότητα και,
(β) το κόστος κτήσης τους μπορεί να προσδιοριστεί αξιόπιστα.
2. Οι δαπάνες που προκύπτουν από συναλλαγές (πράξεις) που δεν αφορούν ανταλλαγή αναγνωρίζονται όταν:
(α) η οντότητα δεσμεύεται για την παροχή τους, (β) η αξία τους μπορεί να προσδιοριστεί αξιόπιστα.
2.2 Αξία αναγνώρισης δαπανών
1. Οι δαπάνες που προέρχονται από συναλλαγές ανταλλαγής, επιμετρώνται στην εύλογη αξία του δοθέντος ή πληρωτέου ανταλλάγματος.
2. Οι δαπάνες που προέρχονται από συναλλαγές (πράξεις) που δεν αφορούν ανταλλαγή, επιμετρούνται στην εύλογη αξία της αναγνωριζόμενης υποχρέωσης.
2.3 Ενημέρωση λογαριασμών
1. Οι δαπάνες και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις καταχωρούνται στους σχετικούς λογαριασμούς με βάση το χρόνο έκδοσης ή λήψης των λογιστικών στοιχείων (παραστατικών), που κατά τεκμήριο δηλώνουν την πραγματοποίησή τους, το κόστος τους, την αποδοχή τους από την οντότητα και την ανάληψη των προκυπτόντων από αυτά δεσμεύσεων.
2. Κατά την καταχώριση των δαπανών ενημερώνεται λογαριασμός ή λογαριασμοί δαπανών και λογαριασμός ή λογαριασμοί υποχρεώσεων ή και προβλέψεων, του σχεδίου λογαριασμών.
3. Οι δαπάνες και οι υποχρεώσεις που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, κατά την αρχική αναγνώρισή τους μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα των χρηματοοικονομικών αναφορών, με την ισοτιμία των νομισμάτων της ημερομηνίας της συναλλαγής.
4. Η ενημέρωση των λογαριασμών ολοκληρώνεται με τις προσαρμογές της παραγράφου 2.5. Η εν λόγω διαδικασία διενεργείται το αργότερο μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών αναφορών.
2.4 Aναγνώριση των δαπανών ως εξόδων
1. Ως έξοδα αναγνωρίζονται οι δαπάνες που αφορούν εκροή οικονομικού οφέλους ή δυνατότητας παροχής υπηρεσίας που καταλήγει σε μείωση των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/καθαρής θέσης. Συνεπώς, οι αναγνωρισμένες δαπάνες αναγνωρίζονται ως έξοδα στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου που αναλήφθηκαν, εκτός αν η αξία τους αφορά περιουσιακά στοιχεία, όπως αποθέματα και πάγια που αναγνωρίζονται ως τέτοια στον ισολογισμό.
2. Για την αναγνώριση των δαπανών ως εξόδων στην κατάσταση αποτελεσμάτων και με την επιφύλαξη της αναγνώρισής τους ως περιουσιακά στοιχεία, έχουν εφαρμογή τα εξής:
(α) Οι παροχές σε εργαζομένους περιλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών, αναγνωρίζονται ως έξοδα στην περίοδο εντός της οποίας παρέχεται η εργασία. Παροχές που αφορούν επιδόματα ή άλλες έκτακτες πληρωμές που δίδονται κατά περίπτωση, αναγνωρίζονται ως έξοδα όταν προκύπτει δέσμευση προς πληρωμή.
(β) Οι κοινωνικές παροχές αναγνωρίζονται ως έξοδα όταν προκύπτει δέσμευση προς πληρωμή. Εάν το δικαίωμα λήψης των εν λόγω παροχών από τους δικαιούχους, θεμελιώνεται με βάση την πάροδο του χρόνου, π.χ. σε μηνιαία βάση, η αναγνώριση των κοινωνικών παροχών ως έξοδα γίνεται με το κριτήριο αυτό.
(γ) Οι μεταβιβάσεις, οι επιχορηγήσεις και οι επιδοτήσεις, αναγνωρίζονται ως έξοδα όταν προκύπτει δέσμευση για την παροχή τους και η λήπτρια οντότητα έχει συμμορφωθεί πλήρως με τους όρους που διέπουν τη λήψη τους.
(δ) Οι αγορές αγαθών αναγνωρίζονται ως δαπάνες όταν τα αγαθά γίνονται αποδεκτά από την οντότητα και αναλαμβάνονται από αυτή οι ουσιαστικοί κίνδυνοι και τα οφέλη που συνδέονται με την κυριότητά τους. Η αξία των αγορών περιλαμβάνει το κόστος αγοράς μειωμένο με τυχόν εκπτώσεις, επιστροφές ή άλλες μειώσεις, και προσαυξάνεται με το ποσό των τυχόν μη ανακτώμενων φόρων που επιβαρύνουν την αξία τους. Τουλάχιστον σε κάθε ημερομηνία αναφοράς χρηματοοικονομικών αναφορών, γίνεται απογραφή και αποτίμηση των μη αναλωθέντων αγαθών, και το σχετικό κόστος κτήσης εμφανίζεται στο κονδύλι του ισολογισμού «Αποθέματα». Αξία αγαθών που αναλώνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου για ιδιοκατασκευή προϊόντων και παγίων στοιχείων περιλαμβάνεται στο κόστος κτήσης αυτών. Η αξία των δαπανών που απομένει μετά την αφαίρεση της αξίας των αποθεμάτων του ισολογισμού και της αξίας που αναλώθηκε για ιδιοκατασκευή προϊόντων και παγίων στοιχείων, που επίσης αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία στον ισολογισμό, αναγνωρίζεται ως έξοδο στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου.
(ε) Οι αγορές υπηρεσιών αναγνωρίζονται ως δαπάνες όταν οι υπηρεσίες γίνονται αποδεκτές από την οντότητα και αναλαμβάνονται από αυτή οι ουσιαστικοί κίνδυνοι και τα οφέλη που συνδέονται με τη λήψη τους. Δεδομένου ότι συνήθως η παροχή υπηρεσιών αφορά την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας σε συγκεκριμένο χρόνο, οι αγορές υπηρεσιών αναγνωρίζονται ως δαπάνη, με βάση το στάδιο ολοκλήρωσης της υπηρεσίας. Η αξία των αγορών υπηρεσιών περιλαμβάνει το κόστος αγοράς μειωμένο με τυχόν εκπτώσεις επιστροφές ή άλλες μειώσεις και προσαυξάνεται με το ποσό των τυχόν μη ανακτώμενων φόρων που επιβαρύνουν την αξία τους. Η αξία υπηρεσιών που αναλώνεται για ιδιοκατασκευή προϊόντων και παγίων στοιχείων περιλαμβάνεται στο κόστος κτήσης αυτών. Η αξία των δαπανών που απομένει μετά την αφαίρεση της αξίας που αναλώθηκε για ιδιοκατασκευή προϊόντων και παγίων στοιχείων, που επίσης αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία στον ισολογισμό, αναγνωρίζεται ως έξοδο στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου.
(στ) Οι προμήθειες αναγνωρίζονται ως έξοδα βάσει των σχετικών συμβατικών όρων.
(ζ) Τα μισθώματα και ενοίκια αναγνωρίζονται ως έξοδα βάσει των σχετικών συμβατικών όρων, με τη χρήση της σταθερής μεθόδου σε ολόκληρη τη διάρκεια της μίσθωσης, εκτός εάν άλλη συστηματική μέθοδος είναι πιο αντιπροσωπευτική της ανάλωσης του μελλοντικού οικονομικού οφέλους ή της δυνατότητας παροχής υπηρεσιών.
(η) Οι τόκοι αναγνωρίζονται ως έξοδα βάσει χρονικής αναλογίας με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου ή τη σταθερή μέθοδο, αν η σταθερή μέθοδος δεν έχει σημαντική επίπτωση στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
(θ) Οι φόροι αναγνωρίζονται ως έξοδα κατά τον χρόνο που προκύπτει υποχρέωση καταβολής τους. Φόροι που βεβαιώνονται μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών αναφορών και αφορούν περιόδους μέχρι την ημερομηνία αναφοράς αυτών (κλειόμενη περίοδος), αναγνωρίζονται στην κλειόμενη περίοδο.
(ι) Τα διανεμόμενα κέρδη εταιρειών και επιχειρήσεων αναγνωρίζονται ως δαπάνη κατά το χρόνο που η διανομή εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο της οντότητας. Για λογιστικούς σκοπούς, το εν λόγω ποσό, αναγνωρίζεται, στον ίδιο χρόνο, σε μείωση της καθαρής θέσης της οντότητας που πραγματοποιεί τη διανομή και όχι ως έξοδο στην κατάσταση αποτελεσμάτων.
(κ) Τα πρόστιμα αναγνωρίζονται ως έξοδα κατά το χρόνο που προκύπτει υποχρέωση καταβολής τους.
2.5 Λογιστικές Προσαρμογές
Όταν συντρέχει περίπτωση, σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών τουλάχιστον, διενεργούνται οι εξής προσαρμογές:
1. Οι λογαριασμοί των δαπανών προσαρμόζονται, με ισόποση προσαρμογή των αντίστοιχων υποχρεώσεων, λογαριασμοί 2...90/5.8..90. Με τον τρόπο αυτό οι λογαριασμοί των δαπανών απεικονίζουν τα δουλευμένα ποσά δαπανών/υποχρεώσεων, που έχουν προκύψει μέχρι την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Η προηγούμενη προσαρμογή αφορά κυρίως δαπάνες (αγαθά και υπηρεσίες) που έχουν παραδοθεί στην οντότητα και έχουν γίνει αποδεκτές από αυτή, αλλά για διάφορους λόγους (π.χ. μη λήψη των προβλεπόμενων παραστατικών), δεν έχουν καταχωρηθεί στους σχετικούς λογαριασμούς.
2. Οι λογαριασμοί των δαπανών μπορούν να προσαρμόζονται με την αξία προβλέψεων που αφορούν μελλοντική πληρωμή υποχρεώσεων. Η εν λόγω διαδικασία παρακολουθείται μέσω των λογαριασμών 2…97/6.2. Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών γίνεται προσαρμογή του υπολοίπου των προβλέψεων (Λογαριασμός 6.2), ώστε τα σωρευμένα ποσά τους να εμφανίζουν τα απαιτούμενα δουλευμένα ποσά.
3. Η αξία της δαπάνης αγοράς αποθεμάτων που κατά το τέλος της περιόδου αναφοράς παραμένει ως απόθεμα (δεν έχει αναλωθεί), μεταφέρεται μέσω των λογαριασμών 2…91 στους αντίστοιχους λογαριασμούς των αποθεμάτων (ομάδα λογαριασμών 3). Για το σκοπό αυτό ισχύει η ισότητα: η αξία αποθεμάτων έναρξης περιόδου πλέον/μείον την προσαρμογή της αξίας τους, μέσω του λογαριασμού 2…91, ισούται με την αξία των αποθεμάτων τέλους περιόδου.
4. Η αξία των δαπανών που κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς αναλώθηκε για ιδιοπαραγωγή παγίων στοιχείων (ενσωμάτων και άυλων), μεταφέρεται στους κατά περίπτωση λογαριασμούς 3.1.7 «Πάγια υπό κατασκευή» με πίστωση του λογαριασμού 1.4.8 «Ιδιοπαραγωγή παγίων» έσοδο
Γ. Ενσώματα πάγια άυλα πάγια και αποθέματα
1. Ορισμοί ενσωμάτων παγίων, αύλων παγίων και αποθεμάτων
[3.1] Πάγια περιουσιακά στοιχεία (Fixed assets). Τα πάγια περιουσιακά στοιχεία είναι περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία σε επαναλαμβανόμενη ή συνεχή βάση για περισσότερο από ένα έτος. Το βασικό χαρακτηριστικό ενός παγίου περιουσιακού στοιχείου, δεν είναι τόσο η φυσική διάρκεια ζωής του, όσο η δυνατότητα να χρησιμοποιείται συνεχόμενα στην παραγωγική διαδικασία για μεγάλα χρονικά διαστήματα. [3.1.1] Κτίρια και συναφείς υποδομές (Buildings and structures). Τα κτίρια και συναφείς υποδομές περιλαμβάνουν τις βελτιώσεις γης, τις κατοικίες, τα κτίρια εκτός κατοικιών, τους δρόμους, τις υποδομές των μεταφορών και τις λοιπές υποδομές. Η αξία των κτιρίων και συναφών υποδομών περιλαμβάνει τα κόστη καθαρισμού και προετοιμασίας της τοποθεσίας και την αξία όλων των εξαρτημάτων, των εγκαταστάσεων και εξοπλισμού που είναι αναπόσπαστα μέρη των εν λόγω στοιχείων. [3.1.1.01] Βελτιώσεις γης (Land improvements). Είναι το αποτέλεσμα ενεργειών που οδηγούν σε σημαντικές βελτιώσεις στην ποσότητα, ποιότητα, η παραγωγικότητα της γης, ή που αποτρέπουν την υποβάθμισή της. Δραστηριότητες όπως τα εγγειοβελτιωτικά, ο καθαρισμός της γης και η δημιουργία πηγαδιών και γεωτρήσεων που είναι αναπόσπαστο τμήμα της γης θεωρούνται βελτιώσεις γης.Κυματοθραύστες, αναχώματα, φράγματα, και μεγάλα αρδευτικά συστήματα που κατασκευάζονται επί της γης, αλλά δεν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της, τα οποία συχνά επηρεάζουν τη γη που ανήκει σε πολλούς ιδιοκτήτες και συνήθως κατασκευάζονται από την κυβέρνηση, ταξινομούνται ως «Λοιπές υποδομές» (Λογαριασμός 3.1.1.09).
Οι βελτιώσεις γης αντιπροσωπεύουν μια κατηγορία παγίων περιουσιακών στοιχείων διακριτή από το φυσικό περιουσιακό στοιχείο της γης (Λογαριασμός 3.1.5.01), όπως υπήρχε πριν τη βελτίωση. Η γη άνευ βελτιώσεων παραμένει ως φυσικό περιουσιακό στοιχείο και ως τέτοιο υπόκειται σε κέρδη και ζημίες διακράτησης (μεταβολές της αξίας της), ξεχωριστά από τις μεταβολές των τιμών που επηρεάζουν τις βελτιώσεις. Σε περιπτώσεις που δεν είναι δυνατό να διαχωρισθεί η αξία της γης πριν τις βελτιώσεις από την αξία της με τις βελτιώσεις, το περιουσιακό στοιχείο παρουσιάζεται στη κατηγορία που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της αξίας.
[3.1.1.02] Κατοικίες (Dwellings). Οι κατοικίες είναι κτίρια, ή συγκεκριμένα τμήματα κτιρίων, που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ή κυρίως ως κατοικίες, περιλαμβανομένων τυχόν συναφών κατασκευών, όπως χώρων στάθμευσης, καθώς και όλων των εγκαταστάσεων που συνήθως αποτελούν μέρος των κατοικιών. Επίσης περιλαμβάνουν πλωτές κατοικίες, αυτοκινούμενα τροχόσπιτα και τροχόσπιτα που χρησιμοποιούνται ως κύριες κατοικίες καθώς και δημόσια μνημεία που χαρακτηρίζονται κυρίως ως κατοικίες. Οι κατοικίες που αποκτώνται από την κυβέρνηση για το στρατιωτικό προσωπικό περιλαμβάνονται σε αυτή την κατηγορία, επειδή χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο όπως οι κατοικίες που αποκτώνται από πολίτες. [3.1.1.03] Λοιπά κτίρια (Buildings other than dwellings). Περιλαμβάνουν ολόκληρα κτίρια ή μέρη κτιρίων που δεν ορίζονται ως κατοικίες. Περιλαμβάνουν επίσης τα εξαρτήματα, τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των κτιριακών εγκαταστάσεων. Για τα νέα κτίρια, περιλαμβάνεται το κόστος καθαρισμού και προετοιμασίας της γης. Παραδείγματα τύπων κτιρίων που περιλαμβάνονται σε αυτή την κατηγορία είναι τα γραφεία, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα κτίρια για δημόσια αναψυχή, οι αποθήκες και τα βιομηχανικά κτίρια, τα εμπορικά κτίρια, τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια. Περιλαμβάνονται επίσης τα δημόσια μνημεία που δεν χαρακτηρίζονται ως κατοικίες. Οι φυλακές, τα σχολεία και τα νοσοκομεία θεωρούνται κτίρια εκτός κατοικιών, παρά το γεγονός ότι μπορεί να φιλοξενούν άτομα. Τα κτίρια που αποκτώνται για στρατιωτικούς σκοπούς συμπεριλαμβάνονται, στο βαθμό που η οικονομική τους ζωή είναι μεγαλύτερη του έτους. [3.1.1.04] Υποδομές μεταφορών (Transportation infrastructure). Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλες τις υποδομές που σχετίζονται με τις επίγειες, θαλάσσιες και αεροπορικές συγκοινωνίες. Τυπικά παραδείγματα είναι, οι αυτοκινητόδρομοι, οι οδοί, οι δρόμοι, οι γέφυρες, οι υπερυψωμένοι αυτοκινητόδρομοι, οι σήραγγες, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι υπόγειοι σιδηρόδρομοι, τα πλωτά κανάλια, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια. [3.1.1.09] Λοιπές υποδομές (Other structures). Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλες τις κατασκευές εκτός των κτιρίων, συμπεριλαμβάνοντας το κόστος καθαρισμού και προετοιμασίας της γης. Τα δημόσια μνημεία περιλαμβάνονται, εφόσον δεν είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός τους ως κατοικιών ή κτιρίων εκτός κατοικιών. Επίσης, περιλαμβάνεται η κατασκευή κυματοθραυστών, αναχωμάτων, αντιπλημμυρικών φραγμάτων, κ.λπ. που προορίζονται για τη βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας της γης που γειτνιάζει με αυτά. Περιλαμβάνονται επίσης οι υποδομές που είναι αναγκαίες για την υδατοκαλλιέργεια, όπως ψαριών και οστρακοειδών. Περαιτέρω παραδείγματα είναι, οι αγωγοί, τα φράγματα και τα άλλα έργα ύδρευσης, οι δίοδοι, οι σήραγγες και άλλες κατασκευές που σχετίζονται με την εξόρυξη ορυκτών και ενεργειακών πόρων, τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι αγωγοί μεγάλων αποστάσεων, οι τοπικοί αγωγοί και τα καλώδια, οι εξωτερικές εγκαταστάσεις αθλητισμού και αναψυχής, και οι κατασκευές που αποκτώνται για στρατιωτικούς σκοπούς, στο βαθμό που χρησιμοποιούνται σε επαναλαμβανόμενη ή συνεχή βάση σε παραγωγικές διαδικασίες πέραν του ενός έτους. [3.1.2] Μηχανήματα και εξοπλισμός (Machinery and equipment). Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τα μηχανήματα και εργαλεία, τον μεταφορικό εξοπλισμό, τον εξοπλισμό πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, τα έπιπλα και τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό που δεν εντάσσονται σε άλλη κατηγορία. Μηχανήματα και εξοπλισμός που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός κτιρίου ή άλλης υποδομής περιλαμβάνονται στην αξία του κτιρίου ή της υποδομής και όχι στα μηχανήματα και τον εξοπλισμό. Φθηνά εργαλεία που αποκτώνται με σχετικά σταθερό ρυθμό, όπως τα εργαλεία χειρός, δεν θεωρούνται πάγια περιουσιακά στοιχεία, εκτός εάν αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μέρος του συνόλου των μηχανημάτων και του εξοπλισμού. Μηχανήματα και εξοπλισμός που αποκτώνται για στρατιωτικούς σκοπούς, εκτός από τα οπλικά συστήματα, ταξινομούνται επίσης στην κατηγορία αυτή. Τα οπλικά συστήματα αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία (3.1.3). [3.1.2.01] Μηχανήματα και εργαλεία (Machinery and tools). Η κατηγορία περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία, όπως τα γενικού και ειδικού σκοπού μηχανήματα, γραφειακό και λογιστικό εξοπλισμό, ηλεκτρικά μηχανήματα, ιατρικές συσκευές, όργανα ακριβείας και οπτικά όργανα, μουσικά όργανα, κ.λπ . Παρόμοια στοιχεία που δεν προορίζονται για χρήση στην παραγωγή αλλά κατέχονται κυρίως ως αποθέματα αξίας (π.χ. αντίκες) ταξινομούνται ως «τιμαλφή» (Λογαριασμός 3.3.2). Επίσης, εξαιρούνται από την εν λόγω κατηγορία τα φθηνά διαρκή αγαθά όπως μικρά/χειρός εργαλεία που εντάσσονται στις «αγορές αγαθών» (Λογαριασμός 2.4.1). [3.1.2.02] Μεταφορικά μέσα (Transport Equipment). Περιλαμβάνουν τον εξοπλισμό για τη μετακίνηση ανθρώπων και αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένων των μηχανοκίνητων οχημάτων, των ρυμουλκούμενων και ημιρυμουλκούμενων, των πλοίων, των σιδηροδρομικών αμαξών και του τροχαίου υλικού, των αεροσκαφών, των μοτοσικλετών και των ποδηλάτων. [3.1.2.03] Εξοπλισμός πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών (Information Technology and Telecomunications Equipment). Ο εξοπλισμός πληροφορικής, υπολογιστών και τηλεπικοινωνιών περιλαμβάνει συσκευές που χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου, καθώς και τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα που αποτελούν μέρος αυτών των συσκευών. Παραδείγματα είναι τα προϊόντα που αποτελούν μέρος των υπολογιστικών μηχανημάτων και τα μέρη και τα εξαρτήματα αυτών, οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί πομποί, οι τηλεοράσεις, τα βίντεο, οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, και οι τηλεφωνικές συσκευές. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ο εξοπλισμός πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, αφορά ως επί το πλείστον τους υπολογιστές και τον τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό. [3.1.2.04] Έπιπλα (Furniture). Η κατηγορία περιλαμβάνει έπιπλα γραφείου, καρέκλες, κρεβάτια, ράφια και παρόμοια περιουσιακά στοιχεία. [3.1.2.09] Λοιπά μηχανήματα και εξοπλισμός (Other Machinery and equipment). Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία εξοπλισμού που δεν ταξινομούνται σε κάποια από τις προαναφερόμενες κατηγορίες. [3.1.3] Οπλικά συστήματα (Weapons systems). Τα οπλικά συστήματα περιλαμβάνουν εξειδικευμένα οχήματα και εξοπλισμό, όπως πολεμικά πλοία, υποβρύχια, στρατιωτικά αεροσκάφη, τανκς, φορείς πυραύλων, εκτοξευ-τήρες, κ.λπ. Τα οπλικά συστήματα αντιμετωπίζονται ως πάγια περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε συνεχή βάση για την παροχή υπηρεσιών άμυνας, ακόμη και εάν η χρήση τους σε καιρό ειρήνης, απλώς εξασφαλίζει αποτροπή. Ως εκ τούτου, η ταξινόμηση ως πάγια περιουσιακά στοιχεία πρέπει να βασίζεται στα ίδια κριτήρια όπως και των λοιπών παγίων περιουσιακών στοιχείων που παράγονται για χρήση σε επαναλαμβανόμενη ή συνεχή βάση για περισσότερο από ένα έτος. Τα περισσότερα όπλα μιας χρήσης, όπως πυρομαχικά, πύραυλοι, ρουκέτες, βόμβες, κ.λπ., αντιμετωπίζονται ως αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού (Λογαριασμός 3.2.5). Ωστόσο, ορισμένα είδη μιας χρήσης, όπως ορισμένοι τύποι βαλλιστικών πυραύλων με ιδιαίτερα καταστροφική ικανότητα, που μπορεί να παρέχουν συνεχή υπηρεσία αποτροπής κατά των εχθρών, πληρούν τα γενικά κριτήρια ταξινόμησης ως πάγια περιουσιακά στοιχεία. [3.1.4] Προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (Intellectual property products). Τα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας είναι αποτέλεσμα έρευνας, ανάπτυξης, διερεύνησης ή καινοτομίας, που οδηγούν σε γνώση την οποία οι ερευνητές μπορούν να εμπορεύονται ή να χρησιμοποιούν για δικό τους όφελος στην παραγωγή, δεδομένου ότι η χρήση της γνώσης περιορίζεται μέσω νομικών ή άλλων μέσων προστασίας. Η γνώση αυτή μπορεί να συνεπάγεται ένα αυτούσιο προϊόν ή να ενσωματώνεται σε άλλο προϊόν. Στη δεύτερη περίπτωση το προϊόν που ενσωματώνει τη γνώση έχει αυξημένη αξία σε σχέση με ένα παρόμοιο προϊόν χωρίς την ενσωματωμένη γνώση. Η γνώση παραμένει ένα περιουσιακό στοιχείο, εφόσον η χρήση της μπορεί να δημιουργήσει κάποια μορφή μονοπωλιακών κερδών για τον ιδιοκτήτη της. Όταν αυτή δεν προστατεύεται πλέον ή ξεπεραστεί από μεταγενέστερες εξελίξεις, παύει να είναι περιουσιακό στοιχείο. [3.1.4.01] Έρευνα και ανάπτυξη (Research and development). Η έρευνα και ανάπτυξη (Ε και Α) αποτελείται από τις δαπάνες για την πραγματοποίηση δημιουργικού έργου, σε συστηματική βάση, με στόχο την αύξηση του επιπέδου της γνώσης, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης σε πεδία όπως ο άνθρωπος, η κουλτούρα και η κοινωνία. Κατά κανόνα, η έρευνα και ανάπτυξη που δεν παρέχει οικονομικά οφέλη στον κάτοχό της, δεν αποτελεί πάγιο περιουσιακό στοιχείο και θα πρέπει να καταγράφεται ως τρέχουσα δαπάνη. Εκτός από τις περιπτώσεις όπου η Ε και Α έχει κάποια τιμή που διαμορφώνεται σε οργανωμένη αγορά (π.χ. χρηματιστηριακή), η αξία της υπολογίζεται σε τιμές κόστους (σύνολο δαπανών που πραγματοποιήθηκαν). Για δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μέσω σύμβασης έργου, η Ε και Α αποτιμάται στην συμβατική τιμή. [3.1.4.02] Έρευνες ορυκτών πόρων (Mineral exploration and evaluation). Η εξερεύνηση και εκτίμηση ορυκτών αποθεμάτων περιλαμβάνει την αξία των δαπανών για έρευνα πετρελαίου, φυσικού αερίου και μη πετρελαϊκών αποθεμάτων καθώς και για την μετέπειτα αξιολόγηση των ανακαλύψεων. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από την εξερεύνηση επηρεάζουν τις δραστηριότητες παραγωγής όσων τις αποκτήσουν, επί σειρά ετών. Η εξερεύνηση και η εκτίμηση ορυκτών αποθεμάτων πρέπει να επιμετρούνται είτε με βάση τα ποσά που καταβάλλονται στο πλαίσιο συμβάσεων που ανατίθενται σε άλλες θεσμικές οντότητες για το σκοπό αυτό, είτε με βάση τα κόστη που πραγματοποιήθηκαν για ίδιο λογαριασμό. [3.1.4.03] Λογισμικό υπολογιστών και βάσεις δεδομένων (Computer software and databases). Το λογισμικό των υπολογιστών και οι βάσεις δεδομένων περιλαμβάνουν προγράμματα υπολογιστών, περιγραφές προγραμμάτων, και υποστηρικτικό λογισμικό υλικό για τα συστήματα και τις εφαρμογές που αναμένεται να χρησιμοποιηθούν για περισσότερα του ενός έτη. Το λογισμικό μπορεί να αγοραστεί από άλλες οντότητες ή να αναπτυχθεί για ίδιο λογαριασμό και μπορεί να προορίζεται για ιδιόχρηση ή για πώληση μέσω αντιγράφων. Οι βάσεις δεδομένων αποτελούνται από αρχεία δεδομένων που οργανώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπουν την αποτελεσματική πρόσβαση και τη χρήση των δεδομένων. [3.1.4.09] Λοιπά προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (Other intellectual property products). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα πρωτότυπα προϊόντων πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως ψυχαγωγία, λογοτεχνία, ηχογραφήσεις, χειρόγραφα, ταινίες κ.λπ. Περιλαμβάνονται επίσης άλλα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν νέες πληροφορίες και εξειδικευμένες γνώσεις που δεν ταξινομούνται αλλού, η χρήση των οποίων περιορίζεται στις οντότητες που έχουν θεμελιώσει δικαιώματα ιδιοκτησίας επί των πληροφοριών ή σε άλλες οντότητες που έχουν λάβει άδεια από τους ιδιοκτήτες. [3.1.5] Μη παραγόμενα περιουσιακά στοιχεία (Non-produced assets). Τα μη παραγόμενα περιουσιακά στοιχεία αποτελούνται από:(α) ενσώματα, φυσικά περιουσιακά στοιχεία (φυσικοί πόροι), επί των οποίων επιβάλλονται δικαιώματα ιδιοκτησίας, και
(β) άυλα μη παραγόμενα περιουσιακά στοιχεία, που είναι δημιουργήματα της κοινωνίας. Οι φυσικοί πόροι περιλαμβάνουν κυρίως γη, ορυκτά και ενεργειακούς πόρους, υδάτινους πόρους, και άλλα φυσικά στοιχεία ενεργητικού, όπως τα δάση, το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα κ.λπ..
[3.1.5.01] Έδαφος (Γη) (Land). Η γη αποτελείται από την επιφάνεια του εδάφους, συμπεριλαμβανομένου του καλυμμένου εδάφους και των σχετικών επιφανειακών υδάτων, επί των οποίων δύνανται να επιβληθούν δικαιώματα ιδιοκτησίας από τα οποία μπορεί να προκύψουν οικονομικά οφέλη για τους ιδιοκτήτες τους, μέσω κατοχής ή χρήσης. Τα σχετικά επιφανειακά ύδατα περιλαμβάνουν τυχόν ταμιευτήρες, λίμνες, ποτάμια, και άλλα εσωτερικά ύδατα επί των οποίων μπορούν να ασκηθούν δικαιώματα ιδιοκτησίας και ως εκ τούτου, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ οντοτήτων. Ωστόσο, υδάτινες μάζες από τις οποίες το νερό αντλείται τακτικά έναντι πληρωμής, για χρήση στην παραγωγή (συμπεριλαμβανομένης της άρδευσης) δεν συμπεριλαμβάνονται στο νερό που σχετίζεται με τη γη, αλλά στους υδάτινους πόρους. Η γη δεν περιλαμβάνει τα εξής:• κτίρια και άλλες συναφείς υποδομές, που έχουν κατασκευαστεί πάνω στη γη ή μέσα σε αυτή, όπως δρόμοι, κτίρια γραφείων, και σήραγγες,
• βελτιώσεις γης,
• συστατικά που καλλιεργούνται, όπως αμπελώνες, οπωρώνες και λοιπές φυτείες δέντρων, ζώα και συγκομιδή,
• υπέδαφος,
• μη καλλιεργούμενους βιολογικούς πόρους,
• υδάτινους πόρους κάτω από το έδαφος.
Κάθε δαπάνη για βελτίωση γης καταγράφεται ως πάγιο, ξεχωριστά από τη γη, ως βελτιώσεις γης. Εάν η αξία της γης δεν μπορεί να διαχωριστεί από εκείνη των κτιρίων ή άλλων υποδομών που βρίσκονται σε αυτή, τα συνδυασμένα περιουσιακά στοιχεία κατατάσσονται στην κατηγορία του περιουσιακού στοιχείου που έχει τη μεγαλύτερη αξία. Ομοίως, εάν η αξία των βελτιώσεων γης (που περιλαμβάνουν τον καθαρισμό, την προετοιμασία για την ανέγερση των κτιρίων ή τη φύτευση των καλλιεργειών, και το κόστος της μεταβίβασης ιδιοκτησίας) δεν μπορεί να διαχωριστεί από την αξία της γης στη φυσική της κατάσταση, η αξία της γης μπορεί να ταξινομηθεί στη μία ή την άλλη κατηγορία, ανάλογα με το ποια θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της αξίας.
[3.1.5.02] Ορυκτά και ενεργειακά αποθέματα (Mineral and energy reserves). Περιλαμβάνει αποθέματα ορυκτών κοιτασμάτων που βρίσκονται πάνω ή κάτω από την επιφάνεια της γης, που είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμα δεδομένης της τρέχουσας τεχνολογίας και των σχετικών τιμών. Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας επί των ορυκτών και ενεργειακών πόρων είναι συνήθως διαχωρίσιμα από εκείνα της ίδιας της γης. Τα αποθέματα μπορεί να βρίσκονται πάνω ή κάτω από την επιφάνεια της γης, συμπεριλαμβανομένων των αποθεμάτων κάτω από τη θάλασσα, αλλά πρέπει να είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμα. Οι ορυκτοί και ενεργειακοί πόροι είναι γνωστά αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, άνθρακα, μεταλλευμάτων (συμπεριλαμβανομένων των σιδηρούχων, μη σιδηρούχων και πολύτιμων μεταλλευμάτων), και μη μεταλλικών ορυκτών αποθεμάτων (συμπεριλαμβανομένων λατομείων πέτρας, πηλού και άμμου, αποθεμάτων χημικών και λιπασμάτων, αποθεμάτων άλατος, χαλαζία και γύψου, φυσικής πέτρας, ασφάλτου, πίσσας, και τύρφης). Φρεάτια ορυχείων, πηγάδια, και άλλες εγκαταστάσεις εξόρυξης στο υπέδαφος, είναι πάγια περιουσιακά στοιχεία που εντάσσονται στις λοιπές υποδομές (3119) και όχι στα περιουσιακά στοιχεία υπεδάφους. [3.1.5.03] Μη καλλιεργούμενοι βιολογικοί πόροι (Non-cultivated biological resources). Περιλαμβάνει ζώα, πουλιά, ψάρια και μονοετή ή πολυετή φυτά επί των οποίων υπάρχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας αλλά για τα οποία η φυσική αύξηση ή η αναγέννηση δεν είναι υπό τον άμεσο έλεγχο, την ευθύνη και τη διαχείριση οποιονδήποτε θεσμικών οντοτήτων. Παραδείγματα είναι τα παρθένα δάση και η αλιεία, που είναι εμπορικά εκμεταλλεύσιμα. Μόνο οι πόροι που έχουν οικονομική αξία η οποία δεν περιλαμβάνεται στην αξία της σχετικής γης, περιλαμβάνονται σε αυτή την κατηγορία. [3.1.5.04] Υδάτινοι πόροι (Water resources). Περιλαμβάνει επιφανειακούς και υπόγειους υδάτινους πόρους, δηλαδή υδάτινες μάζες από τις οποίες το νερό αντλείται τακτικά έναντι πληρωμής για χρήση στην παραγωγή (συμπεριλαμβανομένης της άρδευσης). [3.1.5.05] Ηλεκτρομαγνητικό φάσμα (Radio spectrum). Περιλαμβάνει το εύρος των ραδιοσυχνοτήτων που χρησιμοποιούνται για την μετάδοση ήχου, δεδομένων, και εικόνας. [3.1.5.06] Λοιποί φυσικοί πόροι (Other natural resources). Περιλαμβάνει οποιαδήποτε άλλα ενσώματα, φυσικά περιουσιακά στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στις προαναφερθείσες κατηγορίες. [3.1.5.09] Μη παραγόμενα άυλα περιουσιακά στοιχεία (Intangible non-produced assets). Είναι δημιουργήματα της κοινωνίας που τεκμηριώνονται από νομικές ή λογιστικές ενέργειες. Τέτοια περιουσιακά στοιχεία δίνουν την ευχέρεια στους ιδιοκτήτες τους να συμμετάσχουν σε ορισμένες ειδικές δραστηριότητες ή να παράγουν συγκεκριμένα αγαθά ή υπηρεσίες αποκλείοντας άλλες οντότητες από αυτά εάν δεν έχουν άδεια από τον ιδιοκτήτη. Οι ιδιοκτήτες των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να είναι σε θέση να κερδίσουν μονοπωλιακά κέρδη περιορίζοντας τη χρήση τους για τον εαυτό τους. Τα μη παραγόμενα άυλα περιουσιακά στοιχεία διακρίνονται σε δύο τύπους:(α) συμβάσεις, μισθώσεις και άδειες και
(β) υπεραξία και μάρκετινγκ περιουσιακών στοιχείων.
[3.1.6] Λοιπά πάγια περιουσιακά στοιχεία (Other fixed assets). Περιλαμβάνει άλλες ειδικές κατηγορίες παγίων περιουσιακών στοιχείων που δεν ταξινομούνται αλλού. Αφορά κυρίως περιπτώσεις που, εάν και αναμένεται να είναι μικρής αξίας για τη γενική κυβέρνηση, είναι ξεχωριστές βάσει των διεθνών προτύπων και πρέπει να καταγράφονται ξεχωριστά για λόγους συγκρισιμότητας. [3.1.6.01] Καλλιεργούμενοι βιολογικοί πόροι (Cultivated biological resources). Καλύπτει ζωϊκούς πόρους, δένδρα, καλλιέργειες και φυτικούς πόρους συνεχούς παραγωγής προϊόντων, των οποίων η φυσική ανάπτυξη και αναγέννηση είναι υπό τον άμεσο έλεγχο, την ευθύνη και τη διαχείριση θεσμικών οντοτήτων. [3.2] Αποθέματα (Inventories). Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τα αγαθά που αποκτήθηκαν στην τρέχουσα ή σε προηγούμενη περίοδο, και διακρατούνται για μεταπώληση ή ανάλωση στην παραγωγική διαδικασία σε μελλοντικές περιόδους. Αποτελούνται από:• προϊόντα στην κατοχή των οντοτήτων που τα παρήγαγαν, τα οποία δεν έχουν ακόμα επεξεργαστεί, πωληθεί, παραδοθεί σε άλλες οντότητες ή γενικότερα αναλωθεί με κάποιον άλλο τρόπο
• αγαθά που αποκτήθηκαν με σκοπό την ανάλωσή τους στην παραγωγική διαδικασία ή την μεταπώληση χωρίς επιπλέον επεξεργασία
• στρατηγικά αποθέματα που είναι αγαθά που φυλάσσονται για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, αγαθά που διακραττούνται από θεσμικούς ρυθμιστές κάποιων αγορών και άλλα αγαθά με ιδιαίτερη εθνική σπουδαιότητα όπως στρατιωτικά αποθέματα, καύσιμα ή τρόφιμα.
Τα αποθέματα διακρίνονται σε εμπορεύματα, προϊόντα, παραγωγή σε εξέλιξη, υλικά και εφόδια και αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού.
[3.2.1] Εμπορεύματα (Goods for resale). Εμπορεύματα είναι τα αγαθά που αποκτώνται με σκοπό τη μεταπώληση ή τη μεταβίβαση σε άλλες οντότητες χωρίς περαιτέρω επεξεργασία. Τα αγαθά προς μεταπώληση μπορεί να μεταφέρονται, να αποθηκεύονται, να ταξινομούνται, να διαλέγονται, να πλένονται, ή να συσκευάζονται από τους ιδιοκτήτες τους για να τα παρουσιάσουν προς μεταπώληση με τρόπους που είναι ελκυστικοί για τους πελάτες ή τους δικαιούχους τους, αλλά δεν μετασχηματίζονται με άλλο τρόπο. Τα αγαθά που αποκτώνται από την κυβέρνηση για διανομή ως κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος, αλλά δεν έχουν ακόμη παραδοθεί, περιλαμβάνονται επίσης στα εμπορεύματα. [3.2.2] Προϊόντα (Finished goods). Τα προϊόντα περιλαμβάνουν αγαθά που είναι αποτέλεσμα διαδικασίας παραγωγής, εξακολουθούν να κατέχονται από τον παραγωγό τους, και δεν αναμένεται να υποστούν περαιτέρω επεξεργασία από τον παραγωγό πριν τα διαθέσει σε άλλες οντότητες. Προϊόντα μπορεί να κρατούνται μόνο από τις οντότητες που τα παράγουν. Οι οντότητες της γενικής κυβέρνησης θα έχουν προϊόντα μόνον εφόσον παράγουν αγαθά για πώληση ή μεταβίβαση σε άλλες οντότητες. [3.2.3] Παραγωγή σε εξέλιξη (Work-in-progress). Η παραγωγή σε εξέλιξη περιλαμβάνει αγαθά και υπηρεσίες που δεν έχουν ακόμη επαρκώς επεξεργασθεί για να είναι σε κατάσταση στην οποία κατά κανόνα διατίθενται σε άλλες θεσμικές οντότητες. Οι οντότητες της γενικής κυβέρνησης που παράγουν κυρίως μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες πιθανότατα να έχουν ελάχιστη ή καμία παραγωγή σε εξέλιξη, καθώς η παραγωγή των περισσότερων τέτοιων υπηρεσιών ολοκληρώνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα ή συνεχώς. Η παραγωγή σε εξέλιξη πρέπει να καταγράφεται για κάθε παραγωγή που δεν έχει ολοκληρωθεί στο τέλος της περιόδου αναφοράς. Η παραγωγή σε εξέλιξη μπορεί να λάβει μια ευρεία ποικιλία διαφορετικών μορφών, που κυμαίνονται από τις καλλιέργειες ως την ανάπτυξη προγραμμάτων υπολογιστών. Αν και η παραγωγή σε εξέλιξη είναι προϊόν που δεν έχει φτάσει την κατάσταση στην οποία κατά κανόνα διατίθενται σε άλλους, η ιδιοκτησία της μπορεί να είναι μεταβιβάσιμη. [3.2.4] Υλικά και εφόδια (Materials and supplies). Τα υλικά και εφόδια περιλαμβάνουν όλα τα αγαθά που κρατούνται με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν ως εισροές στη διαδικασία παραγωγής. Οι οντότητες του δημόσιου τομέα μπορεί να κρατούν μια ποικιλία αγαθών, όπως εφοδίων γραφείου, καυσίμων και τροφίμων του προσωπικού. [3.2.5] Αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού (Military inventories). Τα αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού περιλαμβάνουν στοιχεία μιας χρήσης, όπως πύραυλοι, ρουκέτες, βόμβες κ.λπ., που εκτοξεύονται από όπλα ή οπλικά συστήματα. Τα οπλικά συστήματα εντάσσονται στα πάγια στοιχεία, ενώ τα στοιχεία μιας χρήσης εντάσσονται στα αποθέματα. Ωστόσο, κάποιοι τύποι πυραύλων μεγάλης καταστροφικής ικανότητας μπορεί να αντιμετωπίζονται ως πάγια στοιχεία. [3.3] Τιμαλφή (Valuables). Τιμαλφή είναι παραγόμενα περιουσιακά στοιχεία σημαντικής αξίας που δεν χρησιμοποιούνται κυρίως για σκοπούς παραγωγής ή κατανάλωσης, αλλά τηρούνται ως αποθέματα αξίας για μεγάλη χρονική περίοδο. Αναμένεται αύξηση, ή τουλάχιστον όχι μείωση, της πραγματικής αξίας τους και υπό κανονικές συνθήκες δεν υποβαθμίζονται με την πάροδο του χρόνου. [3.3.1] Πολύτιμα μέταλλα και πολύτιμοι λίθοι (Precious metals and stones). Περιλαμβάνει μη νομισματικό χρυσό και άλλους πολύτιμους λίθους και μέταλλα, που δεν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως υλικά και εφόδια στις διαδικασίες παραγωγής. [3.3.2] Αντίκες και λοιπά αντικείμενα τέχνης (Antiques and other art objects). Περιλαμβάνει έργα ζωγραφικής, γλυπτά και άλλα αντικείμενα που αναγνωρίζονται ως έργα τέχνης ή αντίκες που κρατούνται κυρίως ως αποθέματα αξίας στην πάροδο του χρόνου. [3.3.3] Λοιπά τιμαλφή (Other valuables). Περιλαμβάνει κοσμήματα μεγάλης αξίας κατασκευασμένα από πολύτιμους λίθους και μέταλλα, συλλογές, και διάφορα παρόμοια αντικείμενα.2. Γενικές αρχές που διέπουν τα ενσώματα πάγια, τα άυλα πάγια και τα αποθέματα
2.1 Αναγνώριση ενσωμάτων παγίων, αύλων παγίων και αποθεμάτων
1. Το κόστος των ενσωμάτων και των αύλων παγίων αναγνωρίζεται ως περιουσιακό στοιχείο όταν:
(α) είναι σφόδρα πιθανό ότι μελλοντικά οικονομικά οφέλη ή δυνατότητα παροχής υπηρεσίας που συνδέονται με αυτά θα εισρεύσουν στην οντότητα, και
(β) το κόστος τους ή η εύλογη αξία τους μπορούν να επιμετρηθούν αξιόπιστα.
2. Τα ενσώματα και τα άυλα πάγια μπορεί να αποκτώνται μέσω αγοράς, χρηματοδοτικής μίσθωσης, ιδιοπαραγωγής, μεταβίβασης από άλλες οντότητες ή συμβάσεων παραχώρησης.
3. Εσωτερικά δημιουργούμενα άυλα πάγια στοιχεία (ιδιοπαραγωγής) δεν αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία, αλλά βαρύνουν ως έξοδα τα αποτελέσματα της περιόδου στην οποία πραγματοποιούνται οι σχετικές δαπάνες. Κατ΄ εξαίρεση, οι δαπάνες ανάπτυξης αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία αν πληρούν τις προϋποθέσεις αναγνώρισης των περιουσιακών στοιχείων.
4. Η αναγνώριση των αποθεμάτων καθορίζεται στο κεφάλαιο περί δαπανών.
2.2 Αξία αρχικής αναγνώρισης ενσωμάτων παγίων, αύλων παγίων και αποθεμάτων
1. Τα ενσώματα πάγια και τα άυλα πάγια αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης.
2. Ενσώματα πάγια και άυλα πάγια που αποκτώνται από άλλες οντότητες με συναλλαγές (πράξεις) που δεν αφορούν ανταλλαγή, αναγνωρίζονται στην εύλογη αξία τους.
3. Το αρχικό κόστος κτήσης επιβαρύνεται με την αξία της πρόβλεψης που απαιτείται για το κόστος αποσυναρμολόγησης και απομάκρυνσης των στοιχείων καθώς και αποκατάστασης του χώρου όπου βρίσκονται, όταν η δέσμευση αυτή αναλαμβάνεται από την οντότητα κατά την αρχική απόκτησή τους ή και μεταγενέστερα.
4. Ενσώματα πάγια και άυλα πάγια που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, κατά την αρχική αναγνώρισή τους μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, με την ισοτιμία των νομισμάτων της ημερομηνίας της συναλλαγής.
2.3 Ενημέρωση λογαριασμών
1. Τα ενσώματα και τα άυλα πάγια καθώς και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, καταχωρούνται στους σχετικούς λογαριασμούς με βάση το χρόνο έκδοσης ή λήψης των προβλεπόμενων λογιστικών στοιχείων (παραστατικών), που κατά τεκμήριο δηλώνουν την πραγματοποίηση της απόκτησης, την αξία, την αποδοχή από την οντότητα και την ανάληψη της προκύπτουσας δέσμευσης.
2. Κατά την καταχώριση των ενσωμάτων και αύλων παγίων ενημερώνεται λογαριασμός ή λογαριασμοί των οικείων στοιχείων και λογαριασμός ή λογαριασμοί υποχρεώσεων, προβλέψεων ή λοιπών οικονομικών ροών, του σχεδίου λογαριασμών. Τα ενσώματα πάγια και τα αύλα πάγια που αποκτώνται από μεταβιβάσεις μεταφέρονται στους προβλεπόμενους λογαριασμούς από τις αντίστοιχες απαιτήσεις της ομάδας λογαριασμών 4.
3. Για σκοπούς παρακολούθησης των ενσωμάτων και των αύλων παγίων τηρείται σχετικό μητρώο, τα αναλυτικά δεδομένα του οποίου συμφωνούν με τους λογαριασμούς του σχεδίου λογαριασμών. Στο αρχείο αυτό, με τήρηση αναλυτικής μερίδας, παρακολουθείται η αξία κτήσης κατά την αρχική αναγνώριση, καθώς και κάθε επακόλουθη μεταβολή, δηλαδή προσθήκη, αναπροσαρμογή, απομείωση, διαγραφή και απόσβεση επί του παγίου, με ένδειξη των σωρευτικών ποσών και των ποσών που αφορούν την περίοδο αναφοράς. Στο αρχείο αυτό παρακολουθούνται και τα πλήρως αποσβεσμένα πάγια είτε παραμένουν σε λειτουργία είτε όχι.
4. Τα ενσώματα και άυλα πάγια διαγράφονται κατά την πώληση ή κατά την με οποιοδήποτε τρόπο διάθεσή τους που καταλήγει στην απώλεια ελέγχου επί αυτών. Κατά τη διαγραφή τους μηδενίζεται η λογιστική αξία τους, περιλαμβανομένων των σωρευμένων αποσβέσεων και απομειώσεων αν υπάρχουν, με χρέωση των απαιτήσεων και αναγνώριση του προκύπτοντος κέρδους ή ζημίας στο λογαριασμό (Λογαριασμός 7.1) των αποτελεσμάτων. Ενσώματα πάγια που δίδονται άνευ ανταλλάγματος διαγράφονται με μείωση της υποχρέωσης που έχει προκύψει από την αναγνώριση της δαπάνης για την χορήγησή τους.
5. Η καταχώριση των αποθεμάτων στους οικείους λογαριασμούς γίνεται μέσω την ομάδας λογαριασμών 2 «Δαπάνες» από την οποία τα μη αναλωθέντα αποθέματα κατά τη διάρκεια της περιόδου (αποθέματα τέλους), μεταφέρονται στην ομάδα λογαριασμών 3 και εμφανίζονται στον ισολογισμό.
6. Η ενημέρωση των λογαριασμών ολοκληρώνεται με τις προσαρμογές της παραγράφου 2.5. Η εν λόγω διαδικασία διενεργείται το αργότερο μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών αναφορών.
2.4 Μεταγενέστερη επιμέτρηση ενσωμάτων παγίων, αύλων παγίων και αποθεμάτων
Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών τα ενσώματα πάγια τα άυλα πάγια και τα αποθέματα επιμετρούνται ως εξής:
1. Τα ενσώματα πάγια εκτός των επενδυτικών ακινήτων, επιμετρούνται είτε:
(α) στο κόστος κτήσης μείον σωρευμένες αποσβέσεις (εάν είναι αποσβέσιμα) και απομειώσεις, είτε
(β) στην εύλογη αξία μείον σωρευμένες αποσβέσεις. ΄
2. Όταν τα ενσώματα πάγια επιμετρούνται σε εύλογες αξίες:
(α) κέρδη (θετικές διαφορές) από την επιμέτρηση στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται, κατά πάγιο, ως διαφορά απευθείας στην καθαρή θέση στην περίοδο που προκύπτουν,
(β) ζημιές (αρνητικές διαφορές) από την επιμέτρηση στην εύλογη αξία τους πρώτα συμψηφίζουν τυχόν υπάρχουσα θετική διαφορά εύλογης αξίας της καθαρής θέσης κατά πάγιο και το απομένον ποσό αναγνωρίζεται ως ζημία απομείωσης στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτει,
(γ) το ποσό των θετικών διαφορών εύλογης αξίας (κέρδος) της καθαρής θέσης μπορεί να μεταφέρεται κατευθείαν στο κονδύλι «πλεονάσματα/ελλείμματα εις νέο», στο βαθμό που το σχετικό ποσό έχει καταστεί πραγματοποιημένο. Η μεταφορά γίνεται είτε σταδιακά, καθώς το περιουσιακό στοιχείο αποσβένεται, είτε εφάπαξ κατά τη διαγραφή ή κατά την με οιονδήποτε τρόπο διάθεση του στοιχείου από το οποίο προέρχεται η διαφορά,
(δ) η εύλογη αξία ενός στοιχείου, εφόσον έχει επιλεγεί η εν λόγω μέθοδος για την επιμέτρησή του, επανεκτιμά-ται τουλάχιστον ανά τετραετία και σε κάθε περίπτωση όταν οι συνθήκες της αγοράς υποδηλώνουν ότι η λογιστική αξία του στοιχείου διαφέρει σημαντικά από την εύλογη αξία του,
(ε) η εύλογη αξία προσδιορίζεται κανονικά από επαγγελματία εκτιμητή που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη δεδομένα της αγοράς και σύμφωνα με τις αρχές των προτύπων του κλάδου της εκτιμητικής,
(στ) τα ενσώματα πάγια που παρακολουθούνται σε εύλογες αξίες υπόκεινται σε απόσβεση εφόσον έχουν περιορισμένη ωφέλιμη ζωή. Η απόσβεση αυτή υπολογίζεται με βάση την αναπροσαρμοσμένη αξία.
3. Τα επενδυτικά ακίνητα επιμετρούνται είτε:
(α) στο κόστος κτήσης μείον σωρευμένες αποσβέσεις, εάν είναι αποσβέσιμα και απομειώσεις, είτε
(β) στην εύλογη αξία.
4. Όταν τα επενδυτικά ακίνητα επιμετρούνται στην εύλογη αξία τους:
(α) οι διαφορές από την επιμέτρηση στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημίες στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου που προκύπτουν,
(β) η εύλογη αξία προσδιορίζεται ετησίως,
(γ) η εύλογη αξία προσδιορίζεται κανονικά από επαγγελματία εκτιμητή που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη δεδομένα της αγοράς και σύμφωνα με τις αρχές των προτύπων του κλάδου της εκτιμητικής,
(δ) όταν τα επενδυτικά ακίνητα επιμετρούνται στην εύλογη αξία δεν υπόκεινται σε απόσβεση.
5. Τα άυλα πάγια επιμετρούνται είτε:
(α) στο κόστος κτήσης μείον σωρευμένες αποσβέσεις και απομειώσεις, είτε
(β) στην εύλογη αξία μείον σωρευμένες αποσβέσεις, εφόσον η εύλογη αξία μπορεί να προσδιορισθεί αξιόπιστα.
6. Όταν τα άυλα πάγια επιμετρώνται στην εύλογη αξία τους έχουν εφαρμογή οι αντίστοιχες προβλέψεις των ενσωμάτων παγίων, εξαιρουμενων των ρυθμίσεων για τα επενδυτικά ακίνητα.
7. Τα άυλα πάγια που έχουν απεριόριστη ωφέλιμη ζωή δεν υπόκειται σε απόσβεση. Τα εν λόγω στοιχεία υπόκεινται υποχρεωτικά σε ετήσιο έλεγχο απομείωσης της αξίας τους.
8. Τα αποθέματα, επιμετρούνται στη χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας τους. Ωστόσο, τα αποθέματα επιμετρούνται στη χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και τρέχοντος κόστους αντικατάστασής τους, εάν κατέχονται για:
(α) διάθεση χωρίς τίμημα ή έναντι πολύ μικρού (συμβολικού) τιμήματος ή
(β) ανάλωση στην παραγωγική διαδικασία αγαθών που πρόκειται να διανεμηθούν χωρίς τίμημα ή έναντι πολύ μικρού (συμβολικού) τιμήματος.
Το κόστος κτήσης των αποθεμάτων περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών που απαιτούνται για να φθάσουν στην παρούσα θέση και κατάστασή τους. Το κόστος παραγωγής προϊόντος ή υπηρεσίας προσδιορίζεται με μία από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους κοστολόγησης και περιλαμβάνει:
(α) Το κόστος πρώτων υλών, αναλώσιμων υλικών, εργασίας και άλλο κόστος που σχετίζεται άμεσα με το εν λόγω στοιχείο και
(β) μία εύλογη αναλογία σταθερών και μεταβλητών εξόδων που σχετίζονται έμμεσα με το εν λόγω στοιχείο στο βαθμό που τα έξοδα αυτά αναφέρονται στην περίοδο παραγωγής.
10. Το κόστος κτήσης των αποθεμάτων τέλους περιόδου προσδιορίζεται:
(α) είτε με τη μέθοδο «Πρώτο Εισαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (FIFO),
(β) είτε με οποιαδήποτε αποδεκτή εκδοχή της μεθόδου του μέσου σταθμικού όρου,
(γ) είτε με άλλη τεκμηριωμένα γενικά αποδεκτή μέθοδο.
Η χρήση της μεθόδου «Τελευταίο Εισαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (LIFO) δεν επιτρέπεται.
11. Για όλα τα αποθέματα που έχουν παρόμοια φύση και χρήση χρησιμοποιείται η ίδια μέθοδος επιμέτρησης, ενώ για αποθέματα με διαφορετική φύση ή χρήση, μπορεί να δικαιολογούνται διαφορετικές μέθοδοι επιμέτρησης.
12. Το κόστος αποθεμάτων που δεν είναι συνήθως αντικαταστατά, καθώς και των αγαθών ή υπηρεσιών που παράγονται και προορίζονται για ειδικά έργα, προσδιορίζεται με τη μέθοδο του εξατομικευμένου κόστους.
13. Οι αγορές αναλώσιμων υλικών που δεν είναι σημαντικές για το μέγεθος της οντότητας μπορούν να αντιμετωπίζονται ως έξοδα της περιόδου.
14. Ενσώματα πάγια, άυλα πάγια και αποθέματα που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων ως εξής:
(α) όταν τα εν λόγω στοιχεία επιμετρούνται με βάση το κόστος κτήσης, με την συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας της απόκτησης,
(β) όταν τα εν λόγω στοιχεία επιμετρούνται σε εύλογες αξίες, με την συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας προσδιορισμού των εύλογων αξιών.
(βλ. Και άρθρο 15 (Μεταβατικές διατάξεις) του παρόντος π.δ/τος (π.δ. 54/18)).
2.5 Λογιστικές προσαρμογές κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών
Όταν συντρέχει περίπτωση, σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών τουλάχιστον, διενεργούνται οι εξής προσαρμογές:
1. Αναγνωρίζονται τα ενσώματα πάγια και τα άυλα πάγια που δεν έχουν καταχωρηθεί στους σχετικούς λογαριασμούς, αλλά πληρούν τα κριτήρια αναγνώρισης, μέσω των λογαριασμών 3…90/5.8..90. Με την τυπική παραλαβή των εν λόγω στοιχείων και τη λήψη των απαιτούμενων παραστατικών, γίνεται καταχώρησή τους στους κατά περίπτωση προβλεπόμενους λογαριασμούς. Οι λογαριασμοί 3…90/5.8..90 σε κάθε ημερομηνία σύνταξης χρηματοοικονομικών αναφορών προσαρμόζονται ώστε να εκφράζουν τα νέα δεδομένα.
2. Αναγνωρίζονται τυχόν προβλέψεις που πρέπει να επιβαρύνουν το κόστος των στοιχείων μέσω των λογαριασμών 3…97/6.3. Τα ποσά των λογαριασμών των προβλέψεων 6.3, σε κάθε ημερομηνία σύνταξης χρηματοοικονομικών καταστάσεων προσαρμόζονται με επηρεασμό του πλεονάσματος/ελλείμματος στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου, ώστε να εκφράζουν τα απαιτούμενα δουλευμένα ποσά.
3. Αναγνωρίζονται τυχόν απομειώσεις μέσω των λογαριασμών 3…94. Οι εν λόγω λογαριασμοί έχουν ως αντιμεταβαλλόμενο τον αποτελεσματικό λογαριασμό 7.6. Το υπόλοιπο των λογαριασμών, σε κάθε ημερομηνία αναφοράς χρηματοοικονομικών καταστάσεων εκφράζει το σωρευμένο ποσό των απομειώσεων.
4. Αναγνωρίζονται οι αποσβέσεις της περιόδου μέσω των λογαριασμών 3…96. Οι εν λόγω λογαριασμοί έχουν ως αντιμεταβαλλόμενο τον λογαριασμό των αποτελεσμάτων 2.8. Ο εν λόγω λογαριασμός αυξάνεται με επιβάρυνση του λογαριασμού αποτελεσμάτων 2.8, με τα ποσά των αποσβέσεων που προκύπτουν από τα μητρώα των σχετικών στοιχείων. Ο λογαριασμός 3…96 μειώνεται με τα ποσά των σωρευμένων αποσβέσεων των παγίων που διατέθηκαν στην περίοδο.
5. Αναγνωρίζονται οι διαφορές εύλογης αξίας μέσω των λογαριασμών 3…92 και 3…93 για τα ενσώματα πάγια και τα άυλα πάγια που επιμετρώνται σε εύλογες αξίες. Οι εν λόγω λογαριασμοί έχουν ως αντιμεταβαλλόμενους είτε τον λογαριασμό καθαρής θέσης 8.2, είτε τον λογαριασμό αποτελεσμάτων 7.2 κατά περίπτωση. Το υπόλοιπό τους προσαρμόζεται σε κάθε ημερομηνία αναφοράς που προβλέπεται επιμέτρηση στην εύλογη αξία βάσει των αρχών που διέπουν τα σχετικά στοιχεία, ώστε να εκφράζουν τα νέα δεδομένα.
(βλ. Και άρθρο 15 (Μεταβατικές διατάξεις) του παρόντος π.δ/τος (π.δ. 54/18)).
Δ. Χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία
1. Ορισμοί χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων
[4.1.2] Ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (Special drawing rights - SDR). Τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα είναι διεθνή περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και κατανέμονται στα κράτη-μέλη του για ενίσχυση των ήδη υπαρχόντων περιουσιακών στοιχείων τους. Ο λογαριασμός αφορά μόνο την Κεντρική Διοίκηση. [4.2] Μετρητά και καταθέσεις (Cash and deposits). Ο λογαριασμός αυτός περιλαμβάνει τα χρηματικά διαθέσιμα που βρίσκονται σε κυκλοφορία και σε καταθέσεις, σε εθνικό νόμισμα και σε ξένα νομίσματα. [4.2.1] Ταμιακά διαθέσιμα (Cash). Τα χρηματικά διαθέσιμα αφορούν χαρτονομίσματα και κέρματα που βρίσκονται στην κατοχή της οντότητας. Ο λογαριασμός δεν περιλαμβάνει:(α) Χαρτονομίσματα και κέρματα που δεν ευρίσκονται σε κυκλοφορία, όπως για παράδειγμα το απόθεμα της κεντρικής τράπεζας σε δικά της χαρτονομίσματα ή τα χαρτονομίσματα που αποτελούν απόθεμα έκτακτης ανάγκης, και
(β) Αναμνηστικά νομίσματα που δεν χρησιμοποιούνται συνήθως για τη διενέργεια συναλλαγών. Τα στοιχεία αυτά ταξινομούνται ως τιμαλφή.
[4.2.2 – 4.2.3] Καταθέσεις (Deposits). Οι καταθέσεις είναι αξιώσεις, αντικατοπτριζόμενες από στοιχεία κατάθεσης των ιδρυμάτων που δέχονται καταθέσεις (συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής τράπεζας) και σε ορισμένες περιπτώσεις, της γενικής κυβέρνησης ή άλλων θεσμικών μονάδων. Μια κατάθεση είναι συνήθως τυποποιημένη σύμβαση, ανοικτή στο ευρύ κοινό, που επιτρέπει την τοποθέτηση μεταβλητού ποσού χρημάτων. Οντότητες του δημόσιου τομέα μπορεί να κατέχουν ποικιλία καταθέσεων ως περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων καταθέσεων σε ξένα νομίσματα. Επίσης, κυβερνητικές οντότητες μπορεί να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις με την μορφή των καταθέσεων.Οι καταθέσεις διακρίνονται σε μεταβιβάσιμες (Λογαριασμός 4.2.2) και σε άλλες καταθέσεις (Λογαριασμός 4.2.3).
Οι μεταβιβάσιμες καταθέσεις περιλαμβάνουν όλες τις καταθέσεις που είναι:
(α) ανταλλάξιμες με μετρητά (χωρίς ποινή ή περιορισμό) στο άρτιο κατά τη ζήτηση, και
(β) άμεσα χρησιμοποιήσιμες για πληρωμές σε τρίτα μέρη με επιταγή, μετρητά, τραπεζική εντολή μεταφοράς, άμεση χρέωση/πίστωση, ή άλλες διευκολύνσεις άμεσης πληρωμής.
Οι άλλες καταθέσεις περιλαμβάνουν όλες τις άλλες χρηματοοικονομικές αξιώσεις, εκτός των μεταβιβάσιμων καταθέσεων, και αντιπροσωπεύονται από στοιχεία κατάθεσης.
Παραδείγματα λοιπών καταθέσεων είναι:
(α) οι προθεσμιακές καταθέσεις που δεν είναι άμεσα διαθέσιμες, αλλά καθίστανται διαθέσιμες μετά από συμφωνημένη προθεσμία λήξης. Η διαθεσιμότητά τους υπόκειται σε συγκεκριμένη χρονική προθεσμία ή είναι εξοφλητέες εφόσον τηρηθεί μια προειδοποιητική προθεσμία ανάληψης. Επίσης, οι προθεσμιακές καταθέσεις περιλαμβάνουν καταθέσεις στην κεντρική τράπεζα τις οποίες διατηρούν εταιρείες που δέχονται καταθέσεις με τη μορφή υποχρεωτικών αποθεμάτων, στον βαθμό που οι καταθέτες δεν μπορούν να τις ρευστοποιήσουν χωρίς υποχρέωση προειδοποίησης ή χωρίς περιορισμό,
(β) πιστοποιητικά ταμιευτηρίου ή μη διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσεων προθεσμίας,
(γ) λογαριασμοί περιθωρίου (margin accounts) που σχετίζονται με χρηματοοικονομικά παράγωγα.
[4.2.4] Επιταγές εισπρακτέες/πληρωτέες (Checks receivable/payable). [4.3] Χρεωστικοί τίτλοι (Debt securities). Οι χρεωστικοί τίτλοι είναι διαπραγματεύσιμα χρηματοοικονομικά μέσα που λειτουργούν ως στοιχεία χρέους. Οι χρεωστικοί τίτλοι έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:(α) ημερομηνία έκδοσης που είναι η ημερομηνία στην οποία o τίτλος εκδίδεται,
(β) τιμή έκδοσης στην οποία οι επενδυτές αγοράζουν τους τίτλους όταν εκδίδονται για πρώτη φορά,
(γ) ημερομηνία εξαγοράς ή ημερομηνία λήξεως κατά την οποία οφείλεται η τελευταία συμβατικά προγραμματισμένη αποπληρωμή κεφαλαίου,
(δ) τιμή εξαγοράς ή ονομαστική αξία, που είναι το ποσό που πληρώνεται από τον εκδότη στον κάτοχο κατά τη λήξη,
(ε) αρχική διάρκεια που είναι η περίοδος από την ημερομηνία έκδοσης μέχρι την τελική συμβατικά προγραμματισμένη πληρωμή,
(στ) υπολειπόμενη διάρκεια που είναι η περίοδος, από την ημερομηνία αναφοράς μέχρι την τελική συμβατικά προγραμματισμένη πληρωμή,
(ζ) τοκομερίδιο (κουπόνι απόδοσης) που ο εκδότης πληρώνει στους κατόχους των χρεωστικών τίτλων. Το τοκομερίδιο μπορεί να είναι σταθερό κατά τη διάρκεια της ζωής του χρεωστικού τίτλου ή να μεταβάλλεται με τον πληθωρισμό, τα επιτόκια ή τις τιμές περιουσιακών στοιχείων. Οι χρεωστικοί τίτλοι μηδενικού κουπονιού δεν προσφέρουν τοκομερίδιο,
(η) ημερομηνίες κουπονιού, κατά τις οποίες ο εκδότης πληρώνει το κουπόνι στους κατόχους των τίτλων,
(θ) τιμή έκδοσης, τιμή εξαγοράς, και απόδοση του κουπονιού που μπορεί να καθορίζονται (ή να διακανονίζονται) είτε στο εθνικό νόμισμα είτε σε ξένα νομίσματα,
(ι) πιστωτική αξιολόγηση, η οποία εκτιμά την πιστοληπτική διαβάθμιση του συγκεκριμένου χρεωστικού τίτλου. Οι κατηγορίες αξιολόγησης καθορίζονται από αναγνωρισμένους φορείς.
Η ημερομηνία λήξης μπορεί να συμπίπτει με την μετατροπή του χρεωστικού τίτλου σε μετοχή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μετατρεψιμότητα σημαίνει ότι ο κάτοχος μπορεί να ανταλλάξει έναν χρεωστικό τίτλο με κοινές μετοχές του εκδότη, ή με μετοχές εταιρείας άλλης εκτός του εκδότη. Οι διηνεκείς τίτλοι που δεν έχουν καθορισμένη ημερομηνία λήξης ταξινομούνται επίσης ως χρεωστικοί τίτλοι.
Οι χρεωστικοί τίτλοι αναλύονται περαιτέρω βάσει της αρχικής διάρκειας σε βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους. Βραχυπρόθεσμοι είναι αυτοί με αρχική διάρκεια μικρότερη ή ίση του ενός έτους.
[4.4] Δάνεια (Loans). Τα δάνεια δημιουργούνται όταν πιστωτές δανείζουν κεφάλαια σε χρεώστες. Τα δάνεια έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:(α) οι όροι που τα διέπουν είναι, είτε τυποποιημένοι από τον χρηματοοικονομικό οργανισμό που τα χορηγεί, είτε συμφωνούνται από τον δανειστή και τον δανειζόμενο απευθείας ή μέσω μεσίτη,
(β) η πρωτοβουλία για τη λήψη δανείου συνήθως αναλαμβάνεται από τον δανειζόμενο και
(γ) το δάνειο είναι ανέκκλητο χρέος προς τον πιστωτή, φέρει επιτόκιο και πρέπει να εξοφληθεί στην λήξη.
Τα ιδρύματα που δέχονται καταθέσεις συνήθως τις καταγράφουν ως βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις από καταθέσεις και όχι ως δάνεια. Η κατηγορία των δανείων περιλαμβάνει επίσης υπεραναλήψεις επί λογαριασμών μεταβιβάσιμων καταθέσεων. Το ποσό της υπερανάληψης δεν αντιμετωπίζεται ως αρνητική μεταβιβάσιμη κατάθεση. Από πλευράς λήξεως τα δάνεια διαχωρίζονται σε βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα είναι αυτά που λήγουν σε διάστημα μικρότερο ή ίσο του ενός έτους.
[4.5] Συμμετοχικοί τίτλοι και μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων (Equity and investment fund shares). Οι συμμετοχικοί τίτλοι είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που ενσωματώνουν δικαίωμα επί της υπολειμματικής αξίας μιας οντότητας, αφού ικανοποιηθούν όλα τα άλλα δικαιώματα. Η κυριότητα τίτλων συμμετοχής σε νομικές οντότητες τεκμηριώνεται συνήθως από μετοχές, πιστοποιητικά κατάθεσης, συμμετοχές ή παρόμοια έγγραφα. [4.5.1] Εισηγμένες μετοχές (Listed shares). Είναι συμμετοχικοί τίτλοι εγγεγραμμένοι σε χρηματιστηριακή αγορά. Χρηματιστηριακή αγορά μπορεί να είναι μια αναγνωρισμένη αγορά ή οποιουδήποτε άλλου τύπου δευτερογενής αγορά. Η ύπαρξη δημοσιευμένων τιμών για εισηγμένες μετοχές σε χρηματιστηριακή αγορά, σημαίνει ότι συνήθως είναι άμεσα διαθέσιμες τρέχουσες αγοραίες τιμές. [4.5.2] Μη εισηγμένες μετοχές (Unlisted shares). Είναι συμμετοχικοί τίτλοι που δεν είναι εγγεγραμμένοι σε χρηματιστηριακή αγορά και περιλαμβάνουν μετοχές που εκδίδονται από μη εισηγμένες εταιρείες. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει:(α) μετοχές κεφαλαίου (capital shares). Δίδουν στους κατόχους τους την ιδιότητα των συνιδιοκτητών, το δικαίωμα στη διανομή των συνολικών διανεμομένων κερδών και αναλογική συμμετοχή στα καθαρά περιουσιακά στοιχεία στην περίπτωση ρευστοποίησης (λύσης) της εταιρείας,
(β) μετοχές επικαρπίας (redeemed shares). Το κεφάλαιο έχει εξοφληθεί, αλλά οι μετοχές κρατούνται από τους κατόχους τους, που εξακολουθούν να είναι συνιδιοκτήτες της εταιρείας και να δικαιούνται συμμετοχή στα κέρδη που απομένουν όταν καταβληθούν τα μερίσματα του υπόλοιπου εγγεγραμμένου κεφαλαίου, καθώς και συμμετοχή σε όσα πλεονάσματα τυχόν απομείνουν κατά την εκκαθάριση,
(γ) μετοχές μερίσματος (dividend shares). Ονομάζονται επίσης ιδρυτικοί τίτλοι και μετοχές συμμετοχής στα κέρδη, οι οποίες δεν αποτελούν μέρος του εγγεγραμμένου κεφαλαίου. Οι μετοχές μερίσματος δεν καθιστούν τους κατόχους τους συνιδιοκτήτες της εταιρείας και επομένως, οι κάτοχοι δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην εξόφληση του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, δικαίωμα στην απόδοση του κεφαλαίου αυτού, δικαίωμα ψήφου κατά τις συνελεύσεις των μετόχων κ.λπ. Ωστόσο, δίνουν στους κατόχους το δικαίωμα να λάβουν ένα ποσοστό από όσα κέρδη εναπομείνουν μετά την καταβολή των μερισμάτων του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, καθώς και κλάσμα από όσα πλεονάσματα απομένουν κατά την εκκαθάριση,
(δ) συμμετοχικές προνομιούχες μετοχές (participating preference shares). Δίνουν το δικαίωμα στους κατόχους τους να συμμετάσχουν στη διανομή της υπολειμματικής αξίας κατά την εκκαθάριση μιας εταιρείας. Οι κάτοχοι έχουν επίσης το δικαίωμα να συμμετάσχουν ή να λάβουν πρόσθετα μερίσματα που υπερβαίνουν το σταθερό ποσοστό μερίσματος. Τα πρόσθετα μερίσματα πληρώνονται συνήθως κατ’ αναλογία προς τα συνήθη μερίσματα που δηλώνονται. Σε περίπτωση εκκαθάρισης, οι κάτοχοι συμμετοχικών προνομιούχων μετοχών έχουν δικαίωμα να λάβουν μερίδιο επί των υπόλοιπων, τυχόν, κερδών, που λαμβάνουν οι κάτοχοι κοινών μετοχών, και τους επιστρέφονται όσα πλήρωσαν για τις μετοχές τους.
[4.5.3] Λοιποί συμμετοχικοί τίτλοι (Other equity). Περιλαμβάνουν όλους τους άλλους τύπους τίτλων συμμετοχών εκτός των εισηγμένων μετοχών (Λογαριασμός 4.5.1) και των μη εισηγμένων μετοχών (Λογαριασμός 4.5.2). Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει:(α) όλες τις μορφές συμμετοχής στο κεφάλαιο εταιρειών που δεν είναι μετοχές όπως:
• συμμετοχή στο κεφάλαιο συνεταιρισμών που δημιουργείται από την εγγραφή των συνεταίρων με απεριόριστη ευθύνη
• συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, των οποίων οι ιδιοκτήτες είναι συνεταίροι και όχι μέτοχοι
• κεφάλαιο που επενδύεται σε κοινές ή περιορισμένης ευθύνης κοινοπραξίες που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες
• κεφάλαιο που επενδύεται σε κοινωνίες αστικού δικαίου που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες.
(β) επενδύσεις από τη γενική κυβέρνηση στο κεφάλαιο δημοσίων επιχειρήσεων των οποίων το κεφάλαιο δεν διαιρείται σε μετοχές και οι οποίες βάσει ειδικής νομοθεσίας αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες,
(γ) επενδύσεις από τη γενική κυβέρνηση στο κεφάλαιο της κεντρικής τράπεζας,
(δ) κυβερνητικές επενδύσεις στο κεφάλαιο διεθνών και υπερεθνικών οργανισμών, έστω και εάν αυτοί συστήνονται νομικά ως εταιρείες με μετοχικό κεφάλαιο (π.χ. Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων).
[4.5.4] Τίτλοι επενδυτικών κεφαλαίων (Investment fund shares). Είναι μετοχές επενδυτικού κεφαλαίου εάν το κεφάλαιο έχει εταιρική μορφή. Τα επενδυτικά κεφάλαια είναι οντότητες συλλογικών επενδύσεων μέσω των οποίων οι επενδυτές συγκεντρώνουν κεφάλαια για επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά ή/και μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. [4.8] Απαιτήσεις (Receivables). Οι απαιτήσεις είναι το δικαίωμα λήψεως ταμιακών διαθεσίμων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων. Κατ΄ ελάχιστο αναλύονται σε:• Απαιτήσεις από φόρους (Λογαριασμός 4.8.1).
• Απαιτήσεις από κοινωνικές εισφορές (Λογαριασμός 4.8.2).
• Απαιτήσεις από μεταβιβάσεις (Λογαριασμός 4.8.3).
• Απαιτήσεις από πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών (Λογαριασμός 4.8.4).
• Απαιτήσεις από τόκους (Λογαριασμός 4.8.5).
• Απαιτήσεις από λοιπά έσοδα (Λογαριασμός 4.8.6).
• Απαιτήσεις από πωλήσεις τιμαλφών (Λογαριασμός 4.8.7)
• Απαιτήσεις από πωλήσεις παγίων (Λογαριασμός 4.8.8).
• Απαιτήσεις από συναλλαγές επί χρηματοοικονομικών στοιχείων (Λογαριασμός 4.8.9).
[4.9] Προκαταβολές και λοιπές απαιτήσεις (Prepayments and other receivables). Οι προκαταβολές αφορούν την παράδοση ταμιακών διαθεσίμων έναντι των οποίων αναμένεται η λήψη αγαθών ή υπηρεσιών. Οι λοιπές απαιτήσεις αφορούν απαιτήσεις εκτός αυτών που αναφέρονται στον Λογαριασμό 4.8, όπως για παράδειγμα απαιτήσεις από εισπράξεις που διενεργούν άλλες οντότητες για λογαριασμό της οντότητας που καταρτίζει καταστάσεις.2. Γενικές αρχές που διέπουν τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία
2.1 Αναγνώριση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων
Τα χρηματοοικονομικά και συναφή περιουσιακά στοιχεία αναγνωρίζονται αρχικά κατά την ημερομηνία της συναλλαγής.
2.2 Αξία αρχικής αναγνώρισης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων
1. Η αρχική αναγνώριση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων γίνεται στην εύλογη αξία τους.
2. Τα κόστη συναλλαγής των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων αναγνωρίζονται:
(α) στις δαπάνες δηλαδή επιβαρύνουν την κατάσταση αποτελεσμάτων ως έξοδα κατά την περίοδο που πραγματοποιούνται, αν τα στοιχεία μεταγενέστερα επιμετρούνται στην εύλογη αξία τους,
(β) σε αύξηση του κόστους κτήσης τους, αν τα στοιχεία μεταγενέστερα επιμετρούνται με βάση το κόστος κτήσης.
3. Οι χρεωστικοί τίτλοι που αποκτώνται σε τιμή υπό ή υπέρ το άρτιο, αναγνωρίζονται στο κόστος κτήσης τους, με τρόπο που να παρακολουθείται η αξία του υπό ή υπέρ το άρτιο, τόσο κατά την αρχική αναγνώριση όσο και μεταγενέστερα.
4. Τα χρηματοοικονομικά και συναφή περιουσιακά στοιχεία που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, κατά την αρχική τους αναγνώριση μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, με την ισοτιμία των νομισμάτων της ημερομηνίας της συναλλαγής.
2.3 Ενημέρωση λογαριασμών
1. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία παρακολουθούνται στην ομάδα λογαριασμών 4 του σχεδίου λογαριασμών. Στην ίδια ομάδα εντάσσονται επίσης και οι προκαταβολές διότι είναι πιο συναφείς με τα χρηματοοικονομικά, παρά με άλλα περιουσιακά στοιχεία.
2. Η ενημέρωση των λογιστικών αρχείων με τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία γίνεται ως εξής:
(α) τα στοιχεία που αποκτώνται από την αγορά καταχωρούνται στους οικείους λογαριασμούς με αναγνώριση αντίστοιχης υποχρέωσης, η οποία τακτοποιείται με την εξόφληση,
(β) οι απαιτήσεις που προέρχονται από έσοδα ή πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων όπως ενσώματα και άυλα πάγια, καταχωρούνται βάσει των προβλέψεων των οικείων κεφαλαίων,
(γ) κατά την διάθεση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων διαγράφεται η λογιστική αξία τους με αναγνώριση απαίτησης για το ληφθέν ή ληπτέο αντάλλαγμα και του σχετικού αποτελέσματος (κέρδους ή ζημίας), αν προκύπτει, στην ομάδα λογαριασμών 7,
(δ) κατά τη χορήγηση προκαταβολών ενημερώνονται οι σχετικοί λογαριασμοί με πίστωση των υποχρεώσεων και ταυτόχρονη χρέωση των υποχρεώσεων και μείωση των ταμιακών διαθεσίμων. Με τη λήψη των αγαθών ή υπηρεσιών, αναγνωρίζονται οι σχετικές δαπάνες με μείωση των προκαταβολών.
3. Η ενημέρωση των λογαριασμών ολοκληρώνεται με τις προσαρμογές της παραγράφου 2.5. Η εν λόγω διαδικασία διενεργείται το αργότερο μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών αναφορών.
2.4 Μεταγενέστερη επιμέτρηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων
Σε κάθε ημερομηνία σύνταξης χρηματοοικονομικών αναφορών τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία επιμετρούνται ως εξής:
1. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που δεν διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές ή άλλες χρηματαγορές και η εύλογη αξία τους δεν μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα με αποδεκτές μεθόδους επιμέτρησης, επιμετρούνται στο ανακτήσιμο κόστος κτήσης. Ειδικότερα:
(α) οι απαιτήσεις τα δάνεια επιμετρούνται στο αποσβέσιμο κόστος κτήσης είτε με τη μέθοδο του αποτελεσματικού επιτοκίου είτε με τη σταθερή μέθοδο, εάν η επίπτωση στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις (από τη σταθερή μέθοδο) δεν είναι σημαντική. Οι προκύπτοντες τόκοι αναγνωρίζονται ως έσοδα στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου (ομάδα λογαριασμών 1).
(β) τα λοιπά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία επιμετρώνται στο ανακτήσιμο κόστος κτήσης. Τυχόν ζημίες απομείωσης αναγνωρίζονται ως ζημίες στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου (Λογαριασμός 7.6).
2. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που διαπραγματεύονται σε οργανωμένες αγορές ή άλλες χρηματαγορές, ή η εύλογη αξία τους μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα με τεχνικές επιμέτρησης, επιμετρούνται στην εύλογη αξία τους. Οι διαφορές εύλογης αξίας αναγνωρίζονται ως κέρδος ή ζημία στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου (Λογαριασμός 7.2).
3. Οι προκαταβολές επιμετρώνται στα ονομαστικά τους ποσά που εκκρεμούν (δεν έχουν διακανονισθεί) κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών. Κατά το μέρος που τα εν λόγω ποσά δεν είναι ανακτήσιμα, λογίζονται ζημίες απομείωσης στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου (Λογαριασμός 7.6).
4. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων ως εξής:
(α) τα νομισματικά περιουσιακά στοιχεία μετατρέπονται με την συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Οι προκύπτουσες συναλλαγματικές διαφορές αναγνωρίζονται ως κέρδος ή ζημία στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου (Λογαριασμός 7.3),
(β) τα μη νομισματικά περιουσιακά στοιχεία που επιμετρούνται με βάση το κόστος κτήσης, μετατρέπονται με την συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της απόκτησης
(γ) τα μη νομισματικά περιουσιακά στοιχεία που επιμετρούνται σε εύλογες αξίες, μετατρέπονται με την συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας προσδιορισμού των εύλογων αξιών.
Οι συμμετοχές σε θυγατρικές οντότητες, συγγενείς οντότητες και κοινοπραξίες, επιμετρούνται στο κόστος κτήσης μείον ζημίες απομείωσης.
2.5 Λογιστικές προσαρμογές
Όταν συντρέχει περίπτωση, σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών τουλάχιστον, διενεργούνται οι εξής προσαρμογές:
1. Λογίζονται οι δουλευμένοι τόκοι των έντοκων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων μέσω των λογαριασμών 4…90, ο οποίοι έχουν ως αντιμεταβαλλόμε-νους τους λογαριασμούς των αποτελεσμάτων 1…90. Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών, το υπόλοιπο των απαιτήσεων από δουλευμένους τόκους των υποκείμενων μέσων προσαρμόζεται με αντίστοιχη κίνηση των λογαριασμών των αποτελεσμάτων ώστε το υπόλοιπό τους να εμφανίζει το ποσό των δουλευμένων τόκων (τόκοι που αναλογούν στην περίοδο αλλά δεν έχουν εισπραχθεί) μέχρι την ημερομηνία αναφοράς. Η εν λόγω προσαρμογή αφορά όλα τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι έντοκα ή τεκμαίρεται ότι είναι έντοκα, ανεξάρτητα του εάν επιμετρούνται στο αποσβέσιμο κόστος κτήσης ή στην εύλογη αξία.
2. Λογίζονται οι τυχόν απομειώσεις των στοιχείων που επιμετρώνται στο ανακτήσιμο κόστος κτήσης, μέσω των λογαριασμών 4…94, οι οποίοι έχουν ως αντιμεταβαλλό-μενους τους λογαριασμούς των αποτελεσμάτων 7.6. Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, το υπόλοιπο των λογαριασμών 4…94 προσαρμόζεται με αντίστοιχη κίνηση των λογαριασμών των αποτελεσμάτων, ώστε το υπόλοιπό τους να εμφανίζει τα ποσά της σωρευτικής απομείωσης των στοιχείων, δηλαδή τα συνολικά ποσά που εκτιμάται ότι δεν είναι ανακτήσιμα.
3. Λογίζονται οι διαφορές εύλογης αξίας των στοιχείων που επιμετρώνται σε εύλογες αξίες, μέσω των λογαριασμών 4…92, οι οποίοι έχουν ως αντιμεταβαλλόμενους τους λογαριασμούς των αποτελεσμάτων 7.2. Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, τα υπόλοιπα των εν λόγω διαφορών εύλογης αξίας 4…92, προσαρμόζονται με κίνηση των λογαριασμών των αποτελεσμάτων 7.2, ώστε τα υπόλοιπα των λογαριασμών των υποκείμενων στοιχείων, περιλαμβανομένων των διαφορών εύλογης αξίας, να απεικονίζουν την εύλογη αξία τους κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
4. Λογίζονται οι προκύπτουσες συναλλαγματικές διαφορές, μέσω των λογαριασμών 4…95, οι οποίοι έχουν ως αντιμεταβαλλόμενους τους λογαριασμούς των αποτελεσμάτων 7.3. Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, το υπόλοιπο των εν λόγω λογαριασμών 4…95 προσαρμόζεται με κίνηση των λογαριασμών των αποτελεσμάτων 7.3, ώστε τα λογιστικά υπόλοιπα των λογαριασμών των στοιχείων να εμφανίζουν την αξία τους στο λειτουργικό νόμισμα, με την συναλλαγματική ισοτιμία που επικρατεί κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
Ε. Χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις 1. Ορισμοί χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων Ισχύουν οι αντίστοιχοι ορισμοί των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη και των εξής:
1. Τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα είναι έντοκες υποχρεώσεις της λήπτριας οντότητας.
2. Οι καταθέσεις αφορούν έντοκες υποχρεώσεις των οντοτήτων που δέχονται αποταμιεύσεις, όπως τα πιστωτικά ιδρύματα.
3. Οι χρεωστικοί τίτλοι είναι έντοκες υποχρεώσεις των οντοτήτων που τους εκδίδουν ή τους αναλαμβάνουν με οποιοδήποτε τρόπο.
4. Τα δάνεια είναι έντοκες υποχρεώσεις των οντοτήτων που τα αναλαμβάνουν.
5. Τα παράγωγα είναι υποχρεώσεις όταν η επιμέτρησή τους στην εύλογη αξία είναι αρνητική (ζημία), για την συμβληθείσα οντότητα.
6. Οι λοιπές υποχρεώσεις συνήθως αφορούν διάφορα πληρωτέα ποσά.
[5.7.1] Χρηματοοικονομικά παράγωγα (Financial derivatives). Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα είναι χρηματοοικονομικά μέσα που συνδέονται με ένα συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο ή δείκτη ή εμπόρευμα, μέσω του οποίου είναι δυνατή η αγοραπωλησία συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών κινδύνων αυτόνομα σε χρηματοοικονομικές αγορές. Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα πληρούν τους ακόλουθους όρους:(α) συνδέονται με συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό ή μη χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, ομάδα περιουσιακών στοιχείων ή δείκτη,
(β) είναι διαπραγματεύσιμα ή μπορούν να αντισταθμισθούν στην αγορά,
(γ) δεν έχει προκαταβληθεί αρχικό κεφάλαιο που πρέπει να επιστραφεί.
Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα χρησιμοποιούνται για διάφορους σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης κινδύνου, της αντιστάθμισης κινδύνου και της κερδοσκοπίας. Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα δίνουν τη δυνατότητα στα μέρη να διαπραγματευτούν συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, όπως τον κίνδυνο του επιτοκίου, τον νομισματικό κίνδυνο, τον κίνδυνο συμμετοχικών τίτλων και τιμών εμπορευμάτων και τον πιστωτικό κίνδυνο, με άλλες οντότητες, που επιθυμούν να αναλάβουν τους κινδύνους αυτούς, συνήθως χωρίς να γίνεται αγοραπωλησία πρωτογενούς περιουσιακού στοιχείου. Έτσι τα χρηματοοικονομικά παράγωγα αναφέρονται ως δευτερογενή περιουσιακά στοιχεία.
Η αξία ενός χρηματοοικονομικού παραγώγου καθορίζεται από την τιμή του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου: την τιμή αναφοράς. Η τιμή αναφοράς μπορεί να συνδέεται με ένα χρηματοοικονομικό ή μη χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο, με επιτόκιο, με συναλλαγματική ισοτιμία, με άλλο παράγωγο ή με τη διαφορά μεταξύ δύο τιμών. Το παράγωγο συμβόλαιο μπορεί να αναφέρεται επίσης σε δείκτη, σε καλάθι τιμών ή σε άλλα στοιχεία, όπως η αγοραπωλησία εκπομπών ρύπων ή οι καιρικές συνθήκες.
Τα χρηματοοικονομικά παράγωγα συνήθως απαιτούν περιθώρια (margins). Τα περιθώρια είναι εγγυήσεις με μετρητά ή καταθέσεις που καλύπτουν πραγματικές ή πιθανές δεσμεύσεις που θα προκύψουν. Η απαιτούμενη πρόβλεψη για περιθώριο αντικατοπτρίζει την ανησυχία της αγοράς για τον κίνδυνο του αντισυμβαλλόμενου, ειδικά στις αγορές των μελλοντικών συμβολαίων και των δικαιωμάτων προαίρεσης.
Σε αγορά παραγώγων (χρηματιστήριο), η αγορά από μόνη της, μπορεί να ενεργεί ως αντισυμβαλλόμενος σε κάθε σύμβαση παραγώγων.
[5.7.1.01] Συμβάσεις ανταλλαγής (Swap contracts). Είναι συμβάσεις βάσει των οποίων δύο μέρη συμφωνούν να ανταλλάξουν σε βάθος χρόνου και βάσει προκαθορισμένων όρων, ροές πληρωμών επί ενός συμφωνημένου θεωρητικού ποσού κεφαλαίου. Οι πιο συνήθεις τύποι είναι οι ανταλλαγές επιτοκίων, οι ανταλλαγές συναλλαγματικών ισοτιμιών και οι ανταλλαγές νομισμάτων. [5.7.1.02] Προθεσμιακά συμβόλαια (Forward contracts). Είναι συμβάσεις βάσει των οποίων δύο μέρη συμφωνούν να ανταλλάξουν μια συγκεκριμένη ποσότητα ενός υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου σε συγκεκριμένη τιμή (την τιμή εξάσκησης) και σε συγκεκριμένη ημερομηνία. [5.7.1.03] Δικαιώματα προαίρεσης (Options contracts). Στις συμβάσεις δικαιωμάτων προαίρεσης ο αγοραστής αποκτά από τον πωλητή το δικαίωμα να πωλήσει ή νααγοράσει, εξαρτωμένου από το εάν το δικαίωμα προαίρεσης αφορά αγορά ή πώληση, ένα συγκεκριμένο υποκείμενο στοιχείο με συγκεκριμένη τιμή εξάσκησης και σε καθορισμένη ημερομηνία ή πρίν από καθορισμένη ημερομηνία.
2. Γενικές αρχές που διέπουν τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις
2.1 Αναγνώριση χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων
Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις αναγνωρίζονται αρχικά κατά την ημερομηνία της συναλλαγής.
2.2 Αξία αρχικής αναγνώρισης χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων
1. Η αρχική αναγνώριση των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων γίνεται στην εύλογη αξία τους.
2. Τα κόστη συναλλαγής για την ανάληψη χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων αναγνωρίζονται:
(α) στις δαπάνες δηλαδή επιβαρύνουν την κατάσταση αποτελεσμάτων ως έξοδα κατά την περίοδο που πραγματοποιούνται αν τα στοιχεία μεταγενέστερα επιμετρούνται στην εύλογη αξία τους,
(β) σε μείωση του κόστους κτήσης τους, αν τα στοιχεία μεταγενέστερα επιμετρούνται με βάση το κόστος κτήσης.
3. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που εκδίδονται σε τιμή υπό ή υπέρ το άρτιο, αναγνωρίζονται με τρόπο που να παρακολουθείται η αξία του υπό ή υπέρ το άρτιο, τόσο κατά την αρχική αναγνώριση όσο και μεταγενέστερα.
4. Οι χρηματοοικονομικές και συναφείς υποχρεώσεις που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, κατά την αρχική αναγνώρισή τους μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, με την ισοτιμία των νομισμάτων της ημερομηνίας της συναλλαγής.
2.3 Ενημέρωση λογαριασμών
1. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις παρακολουθούνται στην ομάδα 5 του σχεδίου λογαριασμών. Στην ίδια ομάδα εντάσσονται επίσης οι ληφθείσες προκαταβολές (έσοδα επομένων περιόδων), οι ληφθείσες εγγυήσεις (προς επιστροφή) και οι πάσης φύσεως άλλες υποχρεώσεις.
2. Η ενημέρωση των λογιστικών αρχείων με τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις γίνεται ως εξής:
(α) οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με τη λήψη μετρητών, όπως δάνεια και χρεωστικοί τίτλοι εκδόσεως της οντότητας, καταχωρούνται στους οικείους λογαριασμούς με αντίστοιχη αύξηση των ταμιακών διαθεσίμων,
(β) οι υποχρεώσεις που προέρχονται από δαπάνες και αποκτήσεις άλλων περιουσιακών στοιχείων, καταχωρούνται βάσει των προβλέψεων των οικείων κεφαλαίων,
(γ) κατά την εξόφληση της αξίας των υποχρεώσεων μειώνεται η λογιστική αξία τους με αντίστοιχη μείωση των περιουσιακών στοιχείων που παραδίδονται (συνήθως ταμιακά διαθέσιμα),
(δ) οι ληφθείσες προκαταβολές (έσοδα επομένων περιόδων), καταχωρούνται στους οικείους λογαριασμούς με χρέωση απαίτησης και στη συνέχεια μείωση της απαίτησης και αύξηση των ταμιακών διαθεσίμων. Οι ληφθείσες προκαταβολές μεταφέρονται στα έσοδα βάσει της αρχής του δουλευμένου.
3. Η ενημέρωση των λογαριασμών, ολοκληρώνεται με τις προσαρμογές της παραγράφου 2.5. Οι εν λόγω προσαρμογές διενεργούνται το αργότερο μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών αναφορών.
2.4 Μεταγενέστερη επιμέτρηση χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων (Subsequent measurement of financial liabilities).
Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις επιμετρούνται ως εξής:
1. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, εκτός των παραγώγων, επιμετρούνται στο αποσβέσιμο κόστος, είτε με τη μέθοδο του αποτελεσματικού επιτοκίου είτε με τη σταθερή μέθοδο, εάν η επίπτωση στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις (από τη σταθερή μέθοδο) δεν είναι σημαντική. Οι προκύπτοντες τόκοι αναγνωρίζονται ως έξοδα στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου (ομάδα λογαριασμών 2).
2. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις από παράγωγα επιμετρούνται στην εύλογη αξία τους. Οι προκύπτουσες διαφορές εύλογης αξίας αναγνωρίζονται ως κέρδη και ζημίες στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου (Λογαριασμός 7.2).
3. Τα έσοδα επομένων περιόδων (ληφθείσες προκαταβολές), επιμετρούνται στα ονομαστικά τους ποσά που δεν έχουν καταστεί δουλευμένα κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
4. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων ως εξής:
(α) οι νομισματικές υποχρεώσεις, με την συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Οι προκύπτουσες συναλλαγματικές διαφορές αναγνωρίζονται ως κέρδη και ζημίες στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου (Λογαριασμός 7.3).
(β) οι μη νομισματικές υποχρεώσεις που επιμετρούνται με βάση το κόστος κτήσης, με την συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία της ανάληψης/ απόκτησης
(γ) οι μη νομισματικές υποχρεώσεις που επιμετρούνται σε εύλογες αξίες, μετατρέπονται με την συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας προσδιορισμού των εύλογων αξιών.
2.5 Λογιστικές προσαρμογές
1. Όταν συντρέχει περίπτωση, σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών τουλάχιστον, διενεργούνται οι εξής προσαρμογές:
Λογίζονται οι δουλευμένοι τόκοι μέσω των λογαριασμών των αποτελεσμάτων 2…90, οι οποίοι έχουν ως αντιμεταβαλλόμενους τους λογαριασμούς 5…90. Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών, το υπόλοιπο των υποχρεώσεων από δουλευμένους τόκους των υποκείμενων υποχρεώσεων προσαρμόζεται με αντίστοιχη κίνηση των λογαριασμών των αποτελεσμάτων, ώστε το υπόλοιπό τους να εμφανίζει το ποσό των δουλευμένων τόκων (τόκοι που αναλογούν στην περίοδο αλλά δεν έχουν πληρωθεί) μέχρι την ημερομηνία αναφοράς. Η εν λόγω προσαρμογή αφορά όλες τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις οι οποίες είναι έντοκες ή τεκμαίρεται ότι είναι έντοκες, ανεξάρτητα του εάν επιμετρούνται στο αποσβέσιμο κόστος κτήσης ή στην εύλογη αξία.
2. Λογίζονται οι διαφορές εύλογης αξίας μέσω των λογαριασμών υποχρεώσεων 5…92, οι οποίοι έχουν ως αντιμεταβαλλόμενο τον λογαριασμό αποτελεσμάτων
7.2. Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, το υπόλοιπο των εν λόγω διαφορών εύλογης αξίας προσαρμόζεται με κίνηση του λογαριασμού αποτελεσμάτων 7.2, ώστε η λογιστική αξία των υποκείμενων στοιχείων, να απεικονίζει την εύλογη αξία τους, κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών.
Λογίζονται οι προκύπτουσες συναλλαγματικές διαφορές, μέσω των λογαριασμών 5…95, οι οποίοι έχουν ως αντιμεταβαλλόμενο τον λογαριασμό αποτελεσμάτων
7.3. Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, το υπόλοιπο των εν λόγω λογαριασμών 5…95 προσαρμόζεται με κίνηση του λογαριασμού αποτελεσμάτων 7.3, ώστε τα λογιστικά υπόλοιπα των λογαριασμών των υποχρεώσεων να εμφανίζουν την αξία τους στο λειτουργικό νόμισμα, με την συναλλαγματική ισοτιμία που επικρατεί κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών.
ΣΤ. Προβλέψεις
Γενικές αρχές που διέπουν τις προβλέψεις
1. Οι προβλέψεις καταχωρούνται στους οικείους λογαριασμούς με αύξηση/μείωση της αξίας των σχετικών λογαριασμών (κυρίως δαπανών και ενσωμάτων παγίων) και διαγράφονται κατά την εκπνοή της δέσμευσης που ενσωματώνουν (εξόφλησή τους), είτε σταδιακά, είτε εφάπαξ κατά περίπτωση.
2. Οι προβλέψεις αναγνωρίζονται αρχικά και επιμετρούνται μεταγενέστερα, στα ποσά που προκύπτουν με βάση την βέλτιστη εκτίμηση.
Ζ. Λοιπές ροές
Οι λογαριασμοί των λοιπών ροών περιλαμβάνουν:
1. Τα κέρδη και τις ζημίες που προκύπτουν από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.
2. Τα κέρδη και τις ζημίες που προκύπτουν από επιμέτρηση στην εύλογη αξία, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.
3. Τα κέρδη και ζημίες από συναλλαγματικές διαφορές, που προκύπτουν τόσο από συναλλαγές όσο και από την επιμέτρηση, νομισματικών στοιχείων.
4. Τα κέρδη και τις ζημίες που προκύπτουν από την οικονομική εμφάνιση / εξαφάνιση περιουσιακών στοιχείων.
5. Τις ζημίες που προκύπτουν από καταστροφικά φαινόμενα.
6. Τις λοιπές ζημίες απομείωσης, εκτός των περιπτώσεων της οικονομικής εξαφάνισης και των ζημιών από καταστροφικά φαινόμενα.
7. Τα κέρδη από μη αποζημιωνόμενες κατασχέσεις.
8. Τις λοιπές ροές, δηλαδή κέρδη και ζημίες που δεν μπορούν να ενταχθούν σε κάποια από τις προαναφερόμενες κατηγορίες.
Η. Λογαριασμοί καθαρής θέσης Γενικές αρχές που διέπουν τους λογαριασμούς της καθαρής θέσης
1. Ο λογαριασμός του κεφαλαίου χρησιμοποιείται μόνο στην περίπτωση που η οντότητα έχει κεφάλαιο το οποίο κατατίθεται από τους ιδιοκτήτες της.
2. Ο λογαριασμός των αποθεματικών εύλογης αξίας χρησιμοποιείται για την αναγνώριση των θετικών διαφορών (κερδών) που προκύπτουν από επιμέτρηση στην εύλογη αξία των ενσωμάτων παγίων (εκτός των επενδυτικών ακινήτων) και των αύλων παγίων, όταν τα εν λόγω στοιχεία επιμετρούνται στην εύλογη αξία τους.
3. Στο λογαριασμό του σωρευμένου πλεονάσματος/ ελλείμματος, αναγνωρίζεται το συνολικό έλλειμμα/πλεόνασμα της οντότητας που περιλαμβάνει το σωρευμένο πλεόνασμα/έλλειμμα μέχρι την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της προηγούμενης λογιστικής περιόδου, πλέον το πλεόνασμα/έλλειμμα της τρέχουσας λογιστικής περιόδου.
4. Στο λογαριασμό των δικαιωμάτων μειοψηφίας αναγνωρίζεται το μερίδιο της καθαρής θέσης οντοτήτων που διευθύνονται από την καταρτίζουσα χρηματοοικονομικές αναφορές, αλλά κατέχονται από άλλες εκτός της γενικής κυβέρνησης, οντότητες. Ο εν λόγω λογαριασμός εμφανίζεται μόνο όταν συντάσσονται ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
(βλ. Και άρθρο 15 (Μεταβατικές διατάξεις) του παρόντος π.δ/τος (π.δ. 54/18)).