Διαμόρφωση του άρθρου 1 με την παρ. 1 του άρθρου 100 του Ν.5041/23 1. Για τις ανάγκες του παρόντος νόμου: α) ως «Μονάδα» νοείται κάθε δομή στην οποία παρέχονται οργανωμένες υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας, που έχουν σχέση με την προστασία του παιδιού ή ατόμων με αναπηρία (παιδιών και ενηλίκων) ή ηλικιωμένων ή ανιάτων ή χρονίως πασχόντων ατόμων και β) ως «Φορέας» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει και λειτουργεί μία ή περισσότερες Μονάδες. Φυσικά και νομικά πρόσωπα δεν επιτρέπεται να λειτουργούν Μονάδα πριν από τη λήψη σχετικής άδειας από την οικεία Περιφέρεια, εφόσον τέτοια προβλέπεται, σύμφωνα με την παρ. 3. Στην άδεια του δεύτερου εδαφίου αναγράφονται υποχρεωτικά το είδος της Μονάδας και η δυναμικότητά της. Η περ. 22 της παρ. 3 του άρθρου 94 του ν. 3852/2010 (Α’ 87) διατηρείται σε ισχύ. 2. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ορίζονται, κατά κατηγορία Μονάδας ως προς τα ωφελούμενα πρόσωπα και το περιεχόμενο των παρεχόμενων προς αυτά υπηρεσιών και ευκολιών, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων, οι προϋποθέσεις για την παροχή άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Μονάδων, το ελάχιστο περιεχόμενο του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, οι απαιτούμενοι γενικά χώροι και τα θέματα της κατάλληλης διαρρύθμισης των κτιρίων, καθώς και ειδικότερα τα της επιφανείας των χώρων εγκαταστάσεων υγιεινής, μηχανολογικών, ηλεκτρολογικών, ψυχαγωγίας, απασχόλησης και λοιπών βοηθητικών (όπως εστιάσεως, μαγειρείων και πλυντηρίων) κοινόχρηστων και ακάλυπτων χώρων, το επιτρεπτό ή μη της λειτουργίας τους εκτός αστικού ιστού και οι τυχόν ειδικότερες απαιτήσεις ως προς τα οικόπεδα ή τα γήπεδα εγκατάστασής τους, τον εξοπλισμό και τη στελέχωσή τους, τον αναγκαίο αριθμό προσώπων και τα απαιτούμενα ειδικότερα προσόντα τους. Με τις ίδιες αποφάσεις ορίζονται οι διαδικασίες και οι υπεύθυνοι για τη λειτουργία της Μονάδας σύμφωνα με τον νόμο, ο τρόπος άσκησης της εποπτείας, ο τρόπος αξιολόγησης της οικονομικής διαχείρισης του Φορέα και ο τρόπος της επιστημονικής αξιολόγησης της Μονάδας από τις υπηρεσίες του Υπουργείου και τις οικείες Περιφέρειες, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και κάθε σχετική λεπτομέρεια. Μέχρι την έκδοση των παραπάνω αποφάσεων εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις που ίσχυαν πριν από τη δημοσίευση του παρόντος. 3. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα της συστάσεως και λειτουργίας πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων επιτροπών που αποφαίνονται για την καταλληλότητα των χώρων και τις άλλες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λήψη άδειας λειτουργίας κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Μέχρι την έκδοση των ως άνω αποφάσεων ισχύουν οι υπάρχουσες διατάξεις. Όπου στις ισχύουσες κατά την έκδοση του παρόντος νόμου διατάξεις προβλέπεται κρίση ή γνωμοδότηση επιτροπής, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν εφεξής να προσφεύγουν σε δευτεροβάθμια επιτροπή που συστήνεται σε κάθε περιφερειακή ενότητα με απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη και αποτελείται από τους προϊσταμένους των τεχνικών υπηρεσιών, των υπηρεσιών υγιεινής και των υπηρεσιών πρόνοιας της περιφέρειας και ανά έναν εκπρόσωπο του οικείου δικηγορικού συλλόγου και τεχνικού επιμελητηρίου. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση ή με άλλον τρόπο γνώση της προσβαλλόμενης πράξης. Με την ίδια απόφαση ορίζονται ο πρόεδρος της επιτροπής και τα αναπληρωματικά της μέλη και καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για τη λειτουργία των επιτροπών αυτών. 4. Με απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη ορίζεται σε κάθε περιφερειακή ενότητα ένας (1) τουλάχιστον κοινωνικός λειτουργός ή άλλος κοινωνικός επιστήμονας που υπηρετεί σε αυτή, ως κοινωνικός σύμβουλος. Σε περίπτωση υποστελέχωσης της περιφέρειας από υπαλλήλους σχετικών ειδικοτήτων και για την αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού, δύναται να ορίζεται ως κοινωνικός σύμβουλος και υπάλληλος των ανωτέρω ειδικοτήτων που υπηρετεί σε δήμους ή νομικά πρόσωπα αυτών, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε αποκεντρωμένες υπηρεσίες του Δημοσίου, που εδρεύουν στην οικεία περιφερειακή ενότητα. Ο κοινωνικός σύμβουλος ασκεί επίβλεψη και συνεχή παρακολούθηση των υπηρεσιών που παρέχονται από τους Φορείς ως προς την ποιότητα και την επάρκεια αυτών, καθώς και ως προς την τήρηση των ειδικότερων υποχρεώσεων των ως άνω Φορέων που πηγάζουν από την κείμενη νομοθεσία. Ο κοινωνικός σύμβουλος πραγματοποιεί αυτοψίες στους χώρους των Φορέων που υπάγονται στον έλεγχό του, ανεξάρτητα από το εάν οι εν λόγω Φορείς εποπτεύονται από τις οικείες περιφερειακές ενότητες ή υπάγονται στον έλεγχό του βάσει του π.δ. 99/2017 (Α’ 141), κατ’ ελάχιστο μία φορά το εξάμηνο, συντάσσοντας ακολούθως σχετική έκθεση αξιολόγησης για την οργάνωση και λειτουργία κάθε φορέα και για την εν γένει ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, προβαίνοντας σε συστάσεις και υποδεικνύοντας συγκεκριμένες ενέργειες και λήψη μέτρων, όπου απαιτείται. Αν κρίνεται σκόπιμο, οι αυτοψίες γίνονται συχνότερα και όσες φορές απαιτείται για την άμεση επαφή και παρακολούθηση των υπηρεσιών που παρέχονται από τον Φορέα. Οι εκθέσεις υποβάλλονται, κατά περίπτωση στην αρμόδια υπηρεσία της οικείας περιφερειακής ενότητας, με ταυτόχρονη κοινοποίηση στον φορέα, στην αδειοδοτούσα αρχή, στην αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και στην υπηρεσία που ασκεί την εποπτεία στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) για την περίπτωση των Φορέων που συστήνονται και λειτουργούν από δήμους ή νομικά πρόσωπα αυτών. Η δομή της έκθεσης καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, ο κοινωνικός σύμβουλος έχει δικαίωμα πρόσβασης στα αρχεία των Φορέων, τους οποίους επιβλέπει σύμφωνα με την παρ. 2, καθώς και στους φακέλους των ωφελούμενων φυσικών προσώπων. Οι ελεγχόμενοι Φορείς υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις συστάσεις του κοινωνικού συμβούλου και να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα συμμόρφωσης προς τις υποδείξεις των εκθέσεων αξιολόγησης. Η συμμόρφωση ή μη των Φορέων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο λαμβάνεται υπόψη κατά τις διαδικασίες αδειοδότησης, πιστοποίησης, καθώς και επιχορήγησής τους από πιστώσεις του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Για την αποτελεσματικότερη άσκηση των αρμοδιοτήτων του κοινωνικού συμβούλου, προβλέπεται η παροχή ειδικής ενιαίας επιμόρφωσης στους επαγγελματίες που αναλαμβάνουν τον ρόλο αυτόν, υπό τον συντονισμό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Τουλάχιστον μία φορά το εξάμηνο, στους Φορείς διενεργείται πρόσθετη αυτοψία από κλιμάκιο δύο (2) τουλάχιστον αρμοδίων προς τούτο υπαλλήλων γειτονικής Περιφερειακής Ενότητας, μεταξύ των οποίων και ο κοινωνικός σύμβουλος. Η πρόσθετη αυτοψία σκοπό έχει να ελεγχθεί η ποιότητα και επάρκεια των παρεχομένων από τον Φορέα υπηρεσιών, σύμφωνα με τα οριζόμενα για τον έλεγχο και από τις υπηρεσίες της οικείας Περιφερειακής Ενότητας. Το κλιμάκιο που θα διενεργήσει αυτοψία σε Φορείς γειτονικής Περιφερειακής Ενότητας ορίζεται με απόφαση του Περιφερειάρχη. Ο Περιφερειάρχης φροντίζει με τις σχετικές αποφάσεις του να εναλλάσσονται με τη μεγαλύτερη δυνατή συχνότητα οι υπηρεσίες που διενεργούν αυτοψίες στους Φορείς. Τα έξοδα της μετάβασης των ελεγκτών στις γειτονικές Περιφερειακές Ενότητες καλύπτονται από την υπηρεσία. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύναται να αιτηθεί ανά πάσα στιγμή τη διενέργεια ελέγχου, επιθεώρησης ή έρευνας Φορέα από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας. Το αίτημα του προηγουμένου εδαφίου συνεκτιμάται από τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 100 του ν. 4622/2019 (Α’ 133). Ομοίως ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύναται να αιτηθεί προς την οικεία Περιφέρεια τη διενέργεια έκτακτων αυτοψιών, σύμφωνα με το παρόν. Κάθε ειδικό, τεχνικό ή λεπτομερειακό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Εσωτερικών. 5. Οι οίκοι ευγηρίας, τα «Γηροκομεία» και οι με άλλες ονομασίες λειτουργούσες επιχειρήσεις κλειστής περίθαλψης και φροντίδας ηλικιωμένων μετονομάζονται σε «Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων» και οι άδειες λειτουργίας θα εκδίδονται εφεξής μόνο με τη χρήση αυτού του τίτλου. Οι ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις του προηγούμενου εδαφίου οφείλουν εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ισχύ του παρόντος νόμου να συμμορφωθούν. Η μη συμμόρφωση συνιστά παράβαση των όρων άδειας λειτουργίας και τιμωρείται, εφαρμοζομένων αναλόγως των κυρώσεων, που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο. 6. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται αναλόγως και για τις εξοχές παιδιών και ηλικιωμένων και τις οικογενειακές κατασκηνώσεις (θέρετρα), καθώς επίσης και για κατασκηνώσεις που λειτουργούν χωρίς άδεια λειτουργίας ή δεν πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις λειτουργίας τους. 7. Για τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου της παρ. 1 που λειτουργούν κατά την ψήφιση του παρόντος νόμου, μέχρι την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων της παρ. 2, οι τροποποιήσεις των αδειών λειτουργίας των Μονάδων τους ή οι επεκτάσεις των κτιριακών τους υποδομών κοινωνικής φροντίδας γίνονται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ίσχυαν όταν εκδόθηκε η αρχική άδεια λειτουργίας τους ή σε κάθε άλλη περίπτωση ύστερα από έγκριση σκοπιμότητας του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. |
2. Στην ίδια ως άνω περίπτωση μετά τη λέξη «τρίτων» διαγράφεται το κόμμα και αντικαθίστανται οι λέξεις «ο έλεγχος της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας» με τις λέξεις «ή με διαδικασία εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης».
3. Στην ίδια ως άνω περίπτωση μετά τη λέξη «πτωχό» τίθεται τελεία και διαγράφονται οι λέξεις «ή ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφόσον πρόκειται για οφειλέτη υπό καθεστώς εκκαθάρισης».
4. Στην περίπτωση β΄ της πρώτης παρ. του άρθρου 82 του ν.δ. 356/1974 μετά τη λέξη «δίωξης» και πριν από τη λέξη «κατά» διαγράφονται οι λέξεις «εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ».
5. Στην περίπτωση γ΄ της τρίτης παρ. του άρθρου 82 του ν.δ. 356/1974 μετά τη λέξη «λογαριασμοί» προστίθενται οι λέξεις «και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα».
6. Στην ίδια ως άνω περίπτωση αντικαθίστανται οι λέξεις «του άρθρου 14 του ν. 2523/1997» με τις λέξεις «των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 46 του ν. 4174/ 2013 όπως ισχύει».
7. Στο άρθρο 30Β του ν.δ. 356/1974 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων δύναται να αποστέλλει ηλεκτρονικά στα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας τα στοιχεία των οφειλετών του Δημοσίου, με συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή πάνω από εβδομήντα χιλιάδες ευρώ. Τα πιο πάνω ιδρύματα υποχρεούνται να προβαίνουν αυθημερόν στις ενέργειες που απαιτούνται για τη δέσμευση των χρημάτων, που ευρίσκονται ή κατατίθενται στους λογαριασμούς των οφειλετών, μέχρι του ύψους της συνολικής οφειλής. Μετά τη δέσμευση και εντός δύο ημερών, ενημερώνεται για το ύψος του δεσμευθέντος ποσού η Φορολογική Διοίκηση, η οποία οφείλει να επιβάλει κατάσχεση, κατά τις διατάξεις του πρώτου άρθρου του παρόντος, το αργότερο σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την ηλεκτρονική παραλαβή της ενημερωτικής απάντησης, άλλως το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει οίκοθεν στην άμεση άρση της επιβληθείσης δέσμευσης. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα καθορίζεται η αρμόδια υπηρεσία για τη συλλογή και αποστολή των στοιχείων, κατά το εδάφιο 1 ως και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης παραγράφου. Με όμοια απόφαση μπορεί να μεταβάλλεται το ύψος της οφειλής του εδαφίου 1.»
8. α. Η περίπτωση ε΄της πρώτης παραγράφου του άρθρου 31 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) Οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και κάθε είδους ασφαλιστικά βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο από χίλια (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση για τα χρέη προς το Δημόσιο επί του ½ του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ».
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται στις κατασχέσεις που επιβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ανεξαρτήτως του χρόνου γένεσης των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και στις ήδη επιβληθείσες ενεργείς κατασχέσεις για τις απαιτήσεις του οφειλέτη έναντι του τρίτου που γεννώνται από την έναρξη ισχύος του. Τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ καταργούνται.
8β. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 31 ΚΕΔΕ αντικαθίσταται ως εξής:
«Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα.»
9. α) Στον τίτλο του άρθρου 62Α του ν.δ. 356/1974, όπως ισχύει, μετά τη λέξη «πτωχών» και πριν από τη λέξη «οφειλετών» προστίθενται οι λέξεις «και υπό εξυγίανση ή συνδιαλλαγή».
β) Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 62Α του ν.δ. 356/1974, όπως ισχύει, μετά τις λέξεις «καταβολή τους» και πριν από την τελεία προστίθενται κόμμα και λέξεις ως εξής:
«, οπότε επιβάλλεται επί του καθυστερούμενου ποσού προσαύξηση ίση με ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) για κάθε μήνα καθυστέρησης».
γ) Η παρ. 6 του άρθρου 62Α του ν.δ. 356/1974, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Από την ημέρα υποβολής της αίτησης ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή των χρεών που υπάγονται σε αυτή. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο αναστολή λήγει με την πάροδο της προθεσμίας καταβολής της τελευταίας δόσης της ρύθμισης κατά τα οριζόμενα στην απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος ή με την έκδοση απορριπτικής απόφασης επί της αίτησης ή με την έγγραφη άρνηση αποδοχής της ρύθμισης ή με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για την αποδοχή αυτής, κατά περίπτωση, η δε παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο ενός έτους από το χρονικό σημείο λήξης της αναστολής.»
δ) Η παρ. 9 του άρθρου 62Α του ν.δ. 356/1974 αναριθμείται σε 10 και προστίθεται νέα παράγραφος 9 ως εξής:
«9. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως για τη ρύθμιση χρεών οφειλετών που έχουν συνάψει συμφωνία συνδιαλλαγής ή εξυγίανσης, η οποία επικυρώθηκε δικαστικά κατά τις διατάξεις των άρθρων 99 και επόμενα του Πτωχευτικού Κώδικα, με την προϋπόθεση ότι τα χρέη δεν ρυθμίζονται από τη συμφωνία και γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από τη δικαστική επικύρωσή της ανεξαρτήτως χρόνου βεβαίωσης. Στην περίπτωση αυτή αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο για την εξέταση του αιτήματος ρύθμισης είναι η επιτροπή της παραγράφου 1 του παρόντος ανεξαρτήτως ύψους οφειλής.»
10. α. Η ισχύς της υποπερίπτωσης γ΄ της περίπτωσης 6 της υποπαραγράφου Α.2 της παρ. Α΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄ 107), όπως ισχύει, ως προς τις προϋποθέσεις πιστοποίησης από ανεξάρτητο εκτιμητή, παροχής εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας, καθώς και της βιωσιμότητας του διακανονισμού αναστέλλεται για χρονικό διάστημα δύο ετών από τη δημοσίευση του παρόντος. Η αναστολή καταλαμβάνει και τις ήδη χορηγηθείσες ρυθμίσεις. Εγγυήσεις, διασφαλίσεις ή εμπράγματες ασφάλειες που τυχόν έχουν παρασχεθεί κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων εξακολουθούν να ισχύουν.
(Με την παρ. 1 του άρθρου 118 του Ν. 4537/18, ΦΕΚ-84 Α/15-5-18, ορίζεται ότι : “1. Η ισχύς της περίπτωσης γ΄της παραγράφου 6 της υποπαραγράφου Α.2 της παρ. Α΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄107), αναστέλλεται, ως προς τις προϋποθέσεις πιστοποίησης από ανεξάρτητο εκτιμητή και της παροχής εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την δημοσίευση του παρόντος. Η αναστολή καταλαμβάνει και τις ήδη χορηγηθείσες ρυθμίσεις. Εγγυήσεις, διασφαλίσεις ή εμπράγματες ασφάλειες που τυχόν έχουν παρασχεθεί κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων εξακολουθούν να ισχύουν”).
β. Οι λέξεις «οκτώ εκατοστιαίων μονάδων» της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου Α.2 της παρ. Α΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α΄107), όπως ισχύει, αντικαθίστανται με τις λέξεις «πέντε (5) εκατοστιαίων μονάδων».
γ. Η περίπτωση β΄ ισχύει μετά την παρέλευση διμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος, για τις νέες ρυθμίσεις και για τις ανεξόφλητες δόσεις υφιστάμενων ρυθμίσεων.
11. α. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) καταργείται.
β. Η παρ. 2 του άρθρου 71 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«2. Το ποσοστό της παραγράφου 1 ισχύει και για τα νομικά πρόσωπα των περιπτώσεων β΄, γ΄ , ε΄ και στ΄ μόνο για τις κοινοπραξίες των προσωπικών εταιρειών του άρθρου 45.»
γ. H παρ. 36 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, όπως προστέθηκε με την περίπτωση β΄ της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 4334/2015 (Α΄ 80), αντικαθίσταται ως εξής:
«36. Το ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος της παραγράφου 1 του άρθρου 71 εφαρμόζεται για τα κέρδη που προκύπτουν σε φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά. Ειδικά, για τα κέρδη που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 στο φορολογικό έτος που αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως και την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, το ποσοστό της προκαταβολής φόρου ορίζεται σε πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) και για τα κέρδη που προκύπτουν στο φορολογικό έτος που αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους το ποσοστό αυτό ορίζεται σε εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%).»
δ. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 69 του ν. 4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με βάση τη δήλωση που υποβάλλει ο φορολογούμενος και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας βεβαιώνεται ποσό ίσο με το εκατό τοις εκατό (100%) του φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα για το φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου φορολογικού έτους.»
ε. Στο άρθρο 72 του ν. 4172/2013 προστίθεται νέα παράγραφος 38 που έχει ως εξής:
«38. Το ποσοστό της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος της παραγράφου 1 του άρθρου 69 ορίζεται σε πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) για τα κέρδη που προκύπτουν στο φορολογικό έτος που αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως και την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους και σε εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) για τα κέρδη που προκύπτουν στο φορολογικό έτος που αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.».
στ. i. Στο άρθρο 72 του ν. 4172/2013 προστίθεται νέα παράγραφος 39 ως εξής:
«39. Για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες με φορολογικό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2014 και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους η καταβολή του φόρου σύμφωνα με το άρθρο 68 γίνεται σε πέντε (5) ισόποσες μηνιαίες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την 21η Αυγούστου 2015 και η καθεμία από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2015.»
ii. Η ισχύς της περίπτωσης i αρχίζει από την επομένη ημέρα της δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αφορά δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.
ζ. Η παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4321/2015 (Α΄ 32) καταργείται από τότε που ίσχυσε.
η. Η παράγραφος 8 του άρθρου 26, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 67 και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 68 του ν. 4172/ 2013 (Α΄ 167), όπως προστέθηκαν με τις παραγράφους 2, 4 και 5 του άρθρου 2 του ν. 4328/2015 (Α΄ 51), καταργούνται για τα εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2015 και μετά.
θ. Η παρ. 34 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, όπως προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 2 του ν. 4328/ 2015, καταργείται για εισοδήματα που αποκτήθηκαν στο φορολογικό έτος 2014.
12. α. Στο άρθρο 48 του ν. 4174/2013 (Α΄170) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να επιλέγει κατά προτεραιότητα τις προς επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υποθέσεις με βάση κριτήρια ανάλυσης κινδύνου ή εξαιρετικά και με βάση άλλα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα και δεν δημοσιοποιούνται. Ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να ζητά, εκ των υστέρων, στοιχεία από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων σχετικά με τα κριτήρια του προηγούμενου εδαφίου.»
β. Στο τέλος του άρθρου 9 του ν.δ. 356/1974 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να επιλέγει κατά προτεραιότητα τις προς επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υποθέσεις με βάση κριτήρια ανάλυσης κινδύνου ή εξαιρετικά και με βάση άλλα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα και δεν δημοσιοποιούνται. Ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να ζητά, εκ των υστέρων, στοιχεία από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων σχετικά με τα κριτήρια του προηγούμενου εδαφίου.»
13. α. Η ισχύς της περίπτωσης γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει, αναστέλλεται για χρονικό διάστημα δύο ετών από τη δημοσίευση του παρόντος. Η αναστολή καταλαμβάνει και τις ήδη χορηγηθείσες ρυθμίσεις. Εγγυήσεις ή εμπράγματα βάρη που τυχόν έχουν παρασχεθεί κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω υποπερίπτωσης γγ΄ εξακολουθούν να ισχύουν.
(Με την παρ. 2 του άρθρου 118 του Ν. 4537/18, ΦΕΚ-84 Α/15-5-18, ορίζεται ότι : “2. Η ισχύς της περίπτωσης γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170), αναστέλλεται για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από τη δημοσίευση του παρόντος. Η αναστολή καταλαμβάνει και τις ήδη χορηγηθείσες ρυθμίσεις. Εγγυήσεις ή εμπράγματα βάρη που τυχόν έχουν παρασχεθεί κατ’ εφαρμογή της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης γ΄ της ιδίας παραγράφου εξακολουθούν να ισχύουν”).
β. Στην παρ. 6 του άρθρου 43 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο τόκος του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με βάση το ισχύον επιτόκιο αναφοράς για πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πλέον πέντε (5) εκατοστιαίων μονάδων, ετησίως υπολογισμένο.»
γ. Η περίπτωση β΄ ισχύει μετά την παρέλευση διμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος, για τις νέες ρυθμίσεις και για τις ανεξόφλητες δόσεις υφιστάμενων ρυθμίσεων.
14.α. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 11 του άρθρου 51 του ν. 4305/2014 (Α΄237) οι λέξεις «Η μη εμπρόθεσμη καταβολή δόσης έχει ως συνέπειες:» αντικαθίστανται ως εξής:
«Η μη εμπρόθεσμη καταβολή δόσης, καθώς και η μη τακτοποίηση κατά νόμιμο τρόπο από τον οφειλέτη των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, ατομικών καθώς και αυτές για τις οποίες έχει ευθύνη καταβολής, από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) και του άρθρου 7 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύουν, κατά περίπτωση, έχει ως συνέπειες:».
β. Στην παρ. 15 του άρθρου 51 του ν. 4305/2014, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο δ΄ ως εξής:
«δ) Να μειώνει τη διάρκεια της ήδη χορηγηθείσας ρύθμισης εάν ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα σύμφωνα με τα οικονομικά του δεδομένα να πληρώνει την οφειλή του σε λιγότερες δόσεις από τις αρχικά χορηγηθείσες, οποτεδήποτε καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης.»
15.α. H παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4321/2015, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Βασικές οφειλές που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης των άρθρων 1-17 του παρόντος αντί των κατά ΚΕΔΕ και κατά Κ.Φ.Δ. τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής από την υπαγωγή τους σε ρύθμιση επιβαρύνονται με τόκο που υπολογίζεται με βάση το ισχύον επιτόκιο αναφοράς για πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πλέον πέντε (5) εκατοστιαίων μονάδων, ετησίως υπολογισμένο. Βασικές συνολικές οφειλές μέχρι 5.000 ευρώ που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης του παρόντος δεν επιβαρύνονται πλέον με προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα. ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο που δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα,
ββ. η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, όπως προκύπτει από τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης (Ε9) είναι αντικειμενικής αξίας μέχρι 150.000 ευρώ και γγ. η υπαγόμενη στη ρύθμιση βασική οφειλή υπερβαίνει το 50% του δηλωθέντος ετήσιου εισοδήματος του οφειλέτη.»
β. Στο άρθρο 12 του ν. 4321/2015 προστίθεται εδάφιο δ΄ ως εξής:
«δ) δεν έχει τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του, ατομικές, καθώς και αυτών για τις οποίες έχει ευθύνη καταβολής, από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) και του άρθρου 7 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύουν κατά περίπτωση.»
γ. Η περίπτωση α΄ ισχύει για τις ανεξόφλητες δόσεις ρύθμισης μετά την παρέλευση διμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος.
δ. Στο άρθρο 8 του ν. 4321/2015, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«δ) δεν έχει τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του, ατομικές καθώς και αυτές για τις οποίες έχει ευθύνη καταβολής, από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά και το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής τους.»
16. Για την αύξηση της αποτελεσματικότητας στην είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών, είναι δυνατόν, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, η οποία εκδίδεται κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπουργού Οικονομικών ως προς το ύψος της δαπάνης, να επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης που εφαρμόζεται κατά τη διαδικασία προμηθειών του Δημοσίου, η προμήθεια της παροχής υπηρεσίας για την ανάπτυξη ειδικού λογισμικού διενέργειας ηλεκτρονικών κατασχέσεων εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω ενός πλήρως αυτοματοποιημένου συστήματος κεντρικής επεξεργασίας, με απευθείας ανάθεση.