Οι καταθέσεις είναι αξιώσεις, αντικατοπτριζόμενες από στοιχεία κατάθεσης των ιδρυμάτων που δέχονται καταθέσεις (συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής τράπεζας) και σε ορισμένες περιπτώσεις, της γενικής κυβέρνησης ή άλλων θεσμικών μονάδων. Μια κατάθεση είναι συνήθως τυποποιημένη σύμβαση, ανοικτή στο ευρύ κοινό, που επιτρέπει την τοποθέτηση μεταβλητού ποσού χρημάτων. Οντότητες του δημόσιου τομέα μπορεί να κατέχουν ποικιλία καταθέσεων ως περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων καταθέσεων σε ξένα νομίσματα. Επίσης, κυβερνητικές οντότητες μπορεί να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις με την μορφή των καταθέσεων.
Οι καταθέσεις διακρίνονται σε μεταβιβάσιμες (Λογαριασμός 4.2.2) και σε άλλες καταθέσεις (Λογαριασμός 4.2.3).
Οι μεταβιβάσιμες καταθέσεις περιλαμβάνουν όλες τις καταθέσεις που είναι:
(α) ανταλλάξιμες με μετρητά (χωρίς ποινή ή περιορισμό) στο άρτιο κατά τη ζήτηση, και
(β) άμεσα χρησιμοποιήσιμες για πληρωμές σε τρίτα μέρη με επιταγή, μετρητά, τραπεζική εντολή μεταφοράς, άμεση χρέωση/πίστωση, ή άλλες διευκολύνσεις άμεσης πληρωμής.
Οι άλλες καταθέσεις περιλαμβάνουν όλες τις άλλες χρηματοοικονομικές αξιώσεις, εκτός των μεταβιβάσιμων καταθέσεων, και αντιπροσωπεύονται από στοιχεία κατάθεσης.
Παραδείγματα λοιπών καταθέσεων είναι:
(α) οι προθεσμιακές καταθέσεις που δεν είναι άμεσα διαθέσιμες, αλλά καθίστανται διαθέσιμες μετά από συμφωνημένη προθεσμία λήξης. Η διαθεσιμότητά τους υπόκειται σε συγκεκριμένη χρονική προθεσμία ή είναι εξοφλητέες εφόσον τηρηθεί μια προειδοποιητική προθεσμία ανάληψης. Επίσης, οι προθεσμιακές καταθέσεις περιλαμβάνουν καταθέσεις στην κεντρική τράπεζα τις οποίες διατηρούν εταιρείες που δέχονται καταθέσεις με τη μορφή υποχρεωτικών αποθεμάτων, στον βαθμό που οι καταθέτες δεν μπορούν να τις ρευστοποιήσουν χωρίς υποχρέωση προειδοποίησης ή χωρίς περιορισμό,
(β) πιστοποιητικά ταμιευτηρίου ή μη διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσεων προθεσμίας,
(γ) λογαριασμοί περιθωρίου (margin accounts) που σχετίζονται με χρηματοοικονομικά παράγωγα.