Περιλαμβάνει κοσμήματα μεγάλης αξίας κατασκευασμένα από πολύτιμους λίθους και μέταλλα, συλλογές, και διάφορα παρόμοια αντικείμενα.
2. Γενικές αρχές που διέπουν τα ενσώματα πάγια, τα άυλα πάγια και τα αποθέματα
2.1 Αναγνώριση ενσωμάτων παγίων, αύλων παγίων και αποθεμάτων
1. Το κόστος των ενσωμάτων και των αύλων παγίων αναγνωρίζεται ως περιουσιακό στοιχείο όταν:
(α) είναι σφόδρα πιθανό ότι μελλοντικά οικονομικά οφέλη ή δυνατότητα παροχής υπηρεσίας που συνδέονται με αυτά θα εισρεύσουν στην οντότητα, και
(β) το κόστος τους ή η εύλογη αξία τους μπορούν να επιμετρηθούν αξιόπιστα.
2. Τα ενσώματα και τα άυλα πάγια μπορεί να αποκτώνται μέσω αγοράς, χρηματοδοτικής μίσθωσης, ιδιοπαραγωγής, μεταβίβασης από άλλες οντότητες ή συμβάσεων παραχώρησης.
3. Εσωτερικά δημιουργούμενα άυλα πάγια στοιχεία (ιδιοπαραγωγής) δεν αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία, αλλά βαρύνουν ως έξοδα τα αποτελέσματα της περιόδου στην οποία πραγματοποιούνται οι σχετικές δαπάνες. Κατ΄ εξαίρεση, οι δαπάνες ανάπτυξης αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία αν πληρούν τις προϋποθέσεις αναγνώρισης των περιουσιακών στοιχείων.
4. Η αναγνώριση των αποθεμάτων καθορίζεται στο κεφάλαιο περί δαπανών.
2.2 Αξία αρχικής αναγνώρισης ενσωμάτων παγίων, αύλων παγίων και αποθεμάτων
1. Τα ενσώματα πάγια και τα άυλα πάγια αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης.
2. Ενσώματα πάγια και άυλα πάγια που αποκτώνται από άλλες οντότητες με συναλλαγές (πράξεις) που δεν αφορούν ανταλλαγή, αναγνωρίζονται στην εύλογη αξία τους.
3. Το αρχικό κόστος κτήσης επιβαρύνεται με την αξία της πρόβλεψης που απαιτείται για το κόστος αποσυναρμολόγησης και απομάκρυνσης των στοιχείων καθώς και αποκατάστασης του χώρου όπου βρίσκονται, όταν η δέσμευση αυτή αναλαμβάνεται από την οντότητα κατά την αρχική απόκτησή τους ή και μεταγενέστερα.
4. Ενσώματα πάγια και άυλα πάγια που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, κατά την αρχική αναγνώρισή τους μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, με την ισοτιμία των νομισμάτων της ημερομηνίας της συναλλαγής.
2.3 Ενημέρωση λογαριασμών
1. Τα ενσώματα και τα άυλα πάγια καθώς και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, καταχωρούνται στους σχετικούς λογαριασμούς με βάση το χρόνο έκδοσης ή λήψης των προβλεπόμενων λογιστικών στοιχείων (παραστατικών), που κατά τεκμήριο δηλώνουν την πραγματοποίηση της απόκτησης, την αξία, την αποδοχή από την οντότητα και την ανάληψη της προκύπτουσας δέσμευσης.
2. Κατά την καταχώριση των ενσωμάτων και αύλων παγίων ενημερώνεται λογαριασμός ή λογαριασμοί των οικείων στοιχείων και λογαριασμός ή λογαριασμοί υποχρεώσεων, προβλέψεων ή λοιπών οικονομικών ροών, του σχεδίου λογαριασμών. Τα ενσώματα πάγια και τα αύλα πάγια που αποκτώνται από μεταβιβάσεις μεταφέρονται στους προβλεπόμενους λογαριασμούς από τις αντίστοιχες απαιτήσεις της ομάδας λογαριασμών 4.
3. Για σκοπούς παρακολούθησης των ενσωμάτων και των αύλων παγίων τηρείται σχετικό μητρώο, τα αναλυτικά δεδομένα του οποίου συμφωνούν με τους λογαριασμούς του σχεδίου λογαριασμών. Στο αρχείο αυτό, με τήρηση αναλυτικής μερίδας, παρακολουθείται η αξία κτήσης κατά την αρχική αναγνώριση, καθώς και κάθε επακόλουθη μεταβολή, δηλαδή προσθήκη, αναπροσαρμογή, απομείωση, διαγραφή και απόσβεση επί του παγίου, με ένδειξη των σωρευτικών ποσών και των ποσών που αφορούν την περίοδο αναφοράς. Στο αρχείο αυτό παρακολουθούνται και τα πλήρως αποσβεσμένα πάγια είτε παραμένουν σε λειτουργία είτε όχι.
4. Τα ενσώματα και άυλα πάγια διαγράφονται κατά την πώληση ή κατά την με οποιοδήποτε τρόπο διάθεσή τους που καταλήγει στην απώλεια ελέγχου επί αυτών. Κατά τη διαγραφή τους μηδενίζεται η λογιστική αξία τους, περιλαμβανομένων των σωρευμένων αποσβέσεων και απομειώσεων αν υπάρχουν, με χρέωση των απαιτήσεων και αναγνώριση του προκύπτοντος κέρδους ή ζημίας στο λογαριασμό (Λογαριασμός 7.1) των αποτελεσμάτων. Ενσώματα πάγια που δίδονται άνευ ανταλλάγματος διαγράφονται με μείωση της υποχρέωσης που έχει προκύψει από την αναγνώριση της δαπάνης για την χορήγησή τους.
5. Η καταχώριση των αποθεμάτων στους οικείους λογαριασμούς γίνεται μέσω την ομάδας λογαριασμών 2 «Δαπάνες» από την οποία τα μη αναλωθέντα αποθέματα κατά τη διάρκεια της περιόδου (αποθέματα τέλους), μεταφέρονται στην ομάδα λογαριασμών 3 και εμφανίζονται στον ισολογισμό.
6. Η ενημέρωση των λογαριασμών ολοκληρώνεται με τις προσαρμογές της παραγράφου 2.5. Η εν λόγω διαδικασία διενεργείται το αργότερο μέχρι την ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών αναφορών.
2.4 Μεταγενέστερη επιμέτρηση ενσωμάτων παγίων, αύλων παγίων και αποθεμάτων
Σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών τα ενσώματα πάγια τα άυλα πάγια και τα αποθέματα επιμετρούνται ως εξής:
1. Τα ενσώματα πάγια εκτός των επενδυτικών ακινήτων, επιμετρούνται είτε:
(α) στο κόστος κτήσης μείον σωρευμένες αποσβέσεις (εάν είναι αποσβέσιμα) και απομειώσεις, είτε (β) στην εύλογη αξία μείον σωρευμένες αποσβέσεις.
΄ 2. Όταν τα ενσώματα πάγια επιμετρούνται σε εύλογες αξίες:
(α) κέρδη (θετικές διαφορές) από την επιμέτρηση στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται, κατά πάγιο, ως διαφορά απευθείας στην καθαρή θέση στην περίοδο που προκύπτουν,
(β) ζημιές (αρνητικές διαφορές) από την επιμέτρηση στην εύλογη αξία τους πρώτα συμψηφίζουν τυχόν υπάρχουσα θετική διαφορά εύλογης αξίας της καθαρής θέσης κατά πάγιο και το απομένον ποσό αναγνωρίζεται ως ζημία απομείωσης στα αποτελέσματα της περιόδου που προκύπτει,
(γ) το ποσό των θετικών διαφορών εύλογης αξίας (κέρδος) της καθαρής θέσης μπορεί να μεταφέρεται κατευθείαν στο κονδύλι «πλεονάσματα/ελλείμματα εις νέο», στο βαθμό που το σχετικό ποσό έχει καταστεί πραγματοποιημένο. Η μεταφορά γίνεται είτε σταδιακά, καθώς το περιουσιακό στοιχείο αποσβένεται, είτε εφάπαξ κατά τη διαγραφή ή κατά την με οιονδήποτε τρόπο διάθεση του στοιχείου από το οποίο προέρχεται η διαφορά,
(δ) η εύλογη αξία ενός στοιχείου, εφόσον έχει επιλεγεί η εν λόγω μέθοδος για την επιμέτρησή του, επανεκτιμάται τουλάχιστον ανά τετραετία και σε κάθε περίπτωση όταν οι συνθήκες της αγοράς υποδηλώνουν ότι η λογιστική αξία του στοιχείου διαφέρει σημαντικά από την εύλογη αξία του,
(ε) η εύλογη αξία προσδιορίζεται κανονικά από επαγγελματία εκτιμητή που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη δεδομένα της αγοράς και σύμφωνα με τις αρχές των προτύπων του κλάδου της εκτιμητικής, (στ) τα ενσώματα πάγια που παρακολουθούνται σε εύλογες αξίες υπόκεινται σε απόσβεση εφόσον έχουν περιορισμένη ωφέλιμη ζωή. Η απόσβεση αυτή υπολογίζεται με βάση την αναπροσαρμοσμένη αξία.
3. Τα επενδυτικά ακίνητα επιμετρούνται είτε:
(α) στο κόστος κτήσης μείον σωρευμένες αποσβέσεις, εάν είναι αποσβέσιμα και απομειώσεις, είτε (β) στην εύλογη αξία.
4. Όταν τα επενδυτικά ακίνητα επιμετρούνται στην εύλογη αξία τους:
(α) οι διαφορές από την επιμέτρηση στην εύλογη αξία τους αναγνωρίζονται ως κέρδη ή ζημίες στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου που προκύπτουν,
(β) η εύλογη αξία προσδιορίζεται ετησίως, (γ) η εύλογη αξία προσδιορίζεται κανονικά από επαγγελματία εκτιμητή που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη δεδομένα της αγοράς και σύμφωνα με τις αρχές των προτύπων του κλάδου της εκτιμητικής,
(δ) όταν τα επενδυτικά ακίνητα επιμετρούνται στην εύλογη αξία δεν υπόκεινται σε απόσβεση.
5. Τα άυλα πάγια επιμετρούνται είτε:
(α) στο κόστος κτήσης μείον σωρευμένες αποσβέσεις και απομειώσεις, είτε
(β) στην εύλογη αξία μείον σωρευμένες αποσβέσεις, εφόσον η εύλογη αξία μπορεί να προσδιορισθεί αξιόπιστα.
6. Όταν τα άυλα πάγια επιμετρώνται στην εύλογη αξία τους έχουν εφαρμογή οι αντίστοιχες προβλέψεις των ενσωμάτων παγίων, εξαιρουμενων των ρυθμίσεων για τα επενδυτικά ακίνητα.
7. Τα άυλα πάγια που έχουν απεριόριστη ωφέλιμη ζωή δεν υπόκειται σε απόσβεση. Τα εν λόγω στοιχεία υπόκεινται υποχρεωτικά σε ετήσιο έλεγχο απομείωσης της αξίας τους.
8. Τα αποθέματα, επιμετρούνται στη χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας τους. Ωστόσο, τα αποθέματα επιμετρούνται στη χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και τρέχοντος κόστους αντικατάστασής τους, εάν κατέχονται για:
(α) διάθεση χωρίς τίμημα ή έναντι πολύ μικρού (συμβολικού) τιμήματος ή
(β) ανάλωση στην παραγωγική διαδικασία αγαθών που πρόκειται να διανεμηθούν χωρίς τίμημα ή έναντι πολύ μικρού (συμβολικού) τιμήματος. Το κόστος κτήσης των αποθεμάτων περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών που απαιτούνται για να φθάσουν στην παρούσα θέση και κατάστασή τους. Το κόστος παραγωγής προϊόντος ή υπηρεσίας προσδιορίζεται με μία από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους κοστολόγησης και περιλαμβάνει:
(α) Το κόστος πρώτων υλών, αναλώσιμων υλικών, εργασίας και άλλο κόστος που σχετίζεται άμεσα με το εν λόγω στοιχείο και
(β) μία εύλογη αναλογία σταθερών και μεταβλητών εξόδων που σχετίζονται έμμεσα με το εν λόγω στοιχείο στο βαθμό που τα έξοδα αυτά αναφέρονται στην περίοδο παραγωγής.
10. Το κόστος κτήσης των αποθεμάτων τέλους περιόδου προσδιορίζεται:
(α) είτε με τη μέθοδο «Πρώτο Εισαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (FIFO),
(β) είτε με οποιαδήποτε αποδεκτή εκδοχή της μεθόδου του μέσου σταθμικού όρου,
(γ) είτε με άλλη τεκμηριωμένα γενικά αποδεκτή μέθοδο. Η χρήση της μεθόδου «Τελευταίο Εισαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (LIFO) δεν επιτρέπεται.
11. Για όλα τα αποθέματα που έχουν παρόμοια φύση και χρήση χρησιμοποιείται η ίδια μέθοδος επιμέτρησης, ενώ για αποθέματα με διαφορετική φύση ή χρήση, μπορεί να δικαιολογούνται διαφορετικές μέθοδοι επιμέτρησης.
12. Το κόστος αποθεμάτων που δεν είναι συνήθως αντικαταστατά, καθώς και των αγαθών ή υπηρεσιών που παράγονται και προορίζονται για ειδικά έργα, προσδιορίζεται με τη μέθοδο του εξατομικευμένου κόστους.
13. Οι αγορές αναλώσιμων υλικών που δεν είναι σημαντικές για το μέγεθος της οντότητας μπορούν να αντιμετωπίζονται ως έξοδα της περιόδου. 14. Ενσώματα πάγια, άυλα πάγια και αποθέματα που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα μετατρέπονται στο λειτουργικό νόμισμα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων ως εξής:
(α) όταν τα εν λόγω στοιχεία επιμετρούνται με βάση το κόστος κτήσης, με την συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας της απόκτησης,
(β) όταν τα εν λόγω στοιχεία επιμετρούνται σε εύλογες αξίες, με την συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας προσδιορισμού των εύλογων αξιών.
2.5 Λογιστικές προσαρμογές κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών Όταν συντρέχει περίπτωση, σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών τουλάχιστον, διενεργούνται οι εξής προσαρμογές:
1. Αναγνωρίζονται τα ενσώματα πάγια και τα άυλα πάγια που δεν έχουν καταχωρηθεί στους σχετικούς λογαριασμούς, αλλά πληρούν τα κριτήρια αναγνώρισης, μέσω των λογαριασμών 3…90/5.8..90. Με την τυπική παραλαβή των εν λόγω στοιχείων και τη λήψη των απαιτούμενων παραστατικών, γίνεται καταχώρησή τους στους κατά περίπτωση προβλεπόμενους λογαριασμούς. Οι λογαριασμοί 3…90/5.8..90 σε κάθε ημερομηνία σύνταξης χρηματοοικονομικών αναφορών προσαρμόζονται ώστε να εκφράζουν τα νέα δεδομένα. 2. Αναγνωρίζονται τυχόν προβλέψεις που πρέπει να επιβαρύνουν το κόστος των στοιχείων μέσω των λογαριασμών 3…97/6.3. Τα ποσά των λογαριασμών των προβλέψεων 6.3, σε κάθε ημερομηνία σύνταξης χρηματοοικονομικών καταστάσεων προσαρμόζονται με επηρεασμό του πλεονάσματος/ελλείμματος στην κατάσταση αποτελεσμάτων της περιόδου, ώστε να εκφράζουν τα απαιτούμενα δουλευμένα ποσά.
3. Αναγνωρίζονται τυχόν απομειώσεις μέσω των λογαριασμών 3…94. Οι εν λόγω λογαριασμοί έχουν ως αντιμεταβαλλόμενο τον αποτελεσματικό λογαριασμό 7.6. Το υπόλοιπο των λογαριασμών, σε κάθε ημερομηνία αναφοράς χρηματοοικονομικών καταστάσεων εκφράζει το σωρευμένο ποσό των απομειώσεων.
4. Αναγνωρίζονται οι αποσβέσεις της περιόδου μέσω των λογαριασμών 3…96. Οι εν λόγω λογαριασμοί έχουν ως αντιμεταβαλλόμενο τον λογαριασμό των αποτελεσμάτων 2.8. Ο εν λόγω λογαριασμός αυξάνεται με επιβάρυνση του λογαριασμού αποτελεσμάτων 2.8, με τα ποσά των αποσβέσεων που προκύπτουν από τα μητρώα των σχετικών στοιχείων. Ο λογαριασμός 3…96 μειώνεται με τα ποσά των σωρευμένων αποσβέσεων των παγίων που διατέθηκαν στην περίοδο.
5. Αναγνωρίζονται οι διαφορές εύλογης αξίας μέσω των λογαριασμών 3…92 και 3…93 για τα ενσώματα πάγια και τα άυλα πάγια που επιμετρώνται σε εύλογες αξίες. Οι εν λόγω λογαριασμοί έχουν ως αντιμεταβαλλόμενους είτε τον λογαριασμό καθαρής θέσης 8.2, είτε τον λογαριασμό αποτελεσμάτων 7.2 κατά περίπτωση. Το υπόλοιπό τους προσαρμόζεται σε κάθε ημερομηνία αναφοράς που προβλέπεται επιμέτρηση στην εύλογη αξία βάσει των αρχών που διέπουν τα σχετικά στοιχεία, ώστε να εκφράζουν τα νέα δεδομένα.