1. Η άσκηση προσφυγής, κατά πράξης βεβαίωσης δημοτικών ή κοινοτικών φόρων, τελών, δικαιωμάτων και εισφορών δεν αναστέλλει την είσπραξη του ποσού που βεβαιώθηκε, εφόσον η βεβαίωση αυτή στηρίχτηκε σε στοιχεία που δηλώθηκαν από τον υπόχρεο στο δήμο ή την κοινότητα ή σε άλλη αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα.
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του αναγκαστικού νόμου 344/1968 (ΦΕΚ Α' 71) αντικαθίσταται ως εξής: «Κατ' εξαίρεση είναι δυνατή η βεβαίωση μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας αν: α) είναι άγνωστος ο υπόχρεος, β) έχει ακυρωθεί μετά την πάροδοι της πενταετίας η φορολογική εγγραφή για το λόγο ότι ο υπόχρεος δεν έλαβε γνώση της εγγραφής, γ) η βεβαίωση έγινε σε πρόσωπο που δεν είναι μερική ή ολική φορολογική υποχρέωση και δ) η βεβαίωση έγινε για οικονομικό έτος διάφορο από αυτό που αφορά η φορολογική υποχρέωση». 3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 4 του νομοθετικού διατάγματος 318/1969 (ΦΕΚ Α' 212) αντικαθίσταται ως εξής: «4. Σε κάθε μέλος της επιτροπής για κάθε κτηνοτροφική περίοδο καταβάλλεται κατ' αποκοπήν αποζημίωση, το ύψός της οποίας καθορίζεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 3.000 δραχμές». 4. Το εδάφιο α' της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του νομοθετικού διατάγματος 318/1969 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Απόσπασμα των βεβαιωτικών καταλόγων κοινοποιείται με απόδειξη στο φορολογούμενο, για ποσό μεγαλύτερο από δέκα χιλιάδες δραχμές. Για τους οφειλέτες ποσού μέχρι δέκα χιλιάδες δραχμές η κοινοποίηση των αποσπασμάτων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του νομοθετικού διατάγματος 4260/1962 (ΦΕΚ Α’ 186) 5. Το ποσό των χιλίων δραχμών, που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου 505/1976 ΦΕΚ Α 353), αυξάνεται στις δέκα χιλιάδες δραχμές. |