1. Πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης και κατά του νομίμου τίτλου. Με την ανακοπή επιτρέπεται η προβολή αντιρρήσεων ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, καθώς και η αμφισβήτηση της ουσιαστικής βασιμότητας της απαίτησης του Δημοσίου, εφόσον ο προσδιορισμός της δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια ή σε διοικητικές επιτροπές που αποφαίνονται με δύναμη δεδικασμένου.
2. Η ανακοπή του οφειλέτη μετά την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται για τους παρακάτω περιοριστικά αναφερόμενους λόγους: α) αν η εκτέλεση έλαβε χώρα βάσει άκυρου τίτλου είσπραξης, β) αν το χρέος αποσβέστηκε με καταβολή ή συμψηφισμό σύμφωνα με το άρθρο 75 ή λόγω διαγραφής του και αυτά αποδεικνύονται με έγγραφο, γ) αν το χρέος αποσβέστηκε επιγενόμενα με άλλον τρόπο και η απόσβεση αποδεικνύεται με έγγραφο, δ) αν το χρέος παραγράφηκε, ε) αν αυτός, σε βάρος του οποίου επιδιώκεται η είσπραξη ως διάδοχος του υπόχρεου, δεν είναι ο κατά τον νόμο υπόχρεος, και στ) αν κατά την εκτέλεση έλαβαν χώρα παραλείψεις ή ακυρότητες, υπό τους όρους του άρθρου 67. Κάθε άλλη αμφισβήτηση σχετικά με την ύπαρξη της οφειλής προς το Δημόσιο είναι απαράδεκτη στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. 3. Με την επιφύλαξη των άρθρων 216 επ. του Κ.Δ.Δ., η ανακοπή του οφειλέτη πριν από την έναρξη της εκτέλεσης ασκείται ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 583 έως 585 του Κ.Πολ.Δ., ενώ μετά την έναρξή της ασκείται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης. 4. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει σε καμία περίπτωση την εκτέλεση. Εφόσον, όμως, ασκηθεί ανακοπή κατά της διοικητικής εκτέλεσης, ο οφειλέτης μπορεί με αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης. Προϋπόθεση για τη χορήγηση της αναστολής από το δικαστήριο είναι η πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της ανακοπής. Μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης αναστολής μπορεί να χορηγηθεί από το δικαστήριο προσωρινή διαταγή. |