Αρχική ΒΑΣΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 54/2018 Παράρτημα Α.2 ΠΔ 54/2018 : Γλωσσάρι ορισμών (Glossary of terms)

Παράρτημα Α.2 ΠΔ 54/2018 : Γλωσσάρι ορισμών (Glossary of terms)

Ανακτήσιμο ποσό (Recoverable amount): Ανακτήσιμο ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου είναι το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ:

α) της εύλογης αξίας μείον το κόστος πώλησης, και

β) της αξίας χρήσης.

Aναμενόμενες ζημίες πιστώσεων (Expected credit losses): Ο σταθμικός μέσος όρος των ζημιών πιστώσεων σταθμισμένων με τους αντίστοιχους κινδύνους επερχόμενης αθέτησης.

Ανάπτυξη (Development): Η εφαρμογή ευρημάτων έρευνας ή άλλης γνώσης σε ένα σχέδιο ή πρόγραμμα για την παραγωγή νέων ή ουσιωδώς βελτιωμένων υλικών, μηχανημάτων, μηχανισμών, προϊόντων, διαδικασιών, συστημάτων, ή υπηρεσιών πριν την έναρξη της εμπορικής παραγωγής ή χρήσης τους.

Αντισταθμιζόμενο στοιχείο (Hedged item): Περιουσιακό στοιχείο, υποχρέωση, βέβαιη δέσμευση, σχεδόν βέβαιη προβλεπόμενη συναλλαγή, ή καθαρή επένδυση σε αλλοδαπή εκμετάλλευση που:

(α) εκθέτει την οντότητα σε κίνδυνο μεταβολών εύλογης αξίας ή μελλοντικών χρηματοροών και

(β) έχει καθορισθεί ως αντισταθμιζόμενο στοιχείο.

Αντισταθμίζον στοιχείο (Hedging instrument): Καθορισμένο παράγωγο ή, στην περίπτωση αντιστάθμισης κινδύνου μεταβολών ισοτιμίας ξένου νομίσματος και μόνο, καθορισμένο μη παράγωγο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή μη παράγωγη χρηματοοικονομική υποχρέωση, η εύλογη αξία ή οι χρηματοροές του οποίου αναμένεται να συμψηφίσουν μεταβολές στην εύλογη αξία ή στις χρηματοροές ενός καθορισμένου αντισταθμιζόμενου στοιχείου.

Αξία χρήσης περιουσιακού στοιχείου που δημιουργεί χρηματοροές (Value in use of a cash-generating asset): Είναι η παρούσα αξία των εκτιμώμενων μελλοντικών χρηματοροών που αναμένεται να αντληθούν από τη συνεχή χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου δημιουργίας χρηματοροών και από τη διάθεσή του στο τέλος της ωφέλιμης ζωής του.

Αξία χρήσης περιουσιακού στοιχείου που δεν δημιουργεί χρηματοροές (Value in use of a non cash-generating asset): Είναι η παρούσα αξία της εναπομένουσας δυνατότητας παροχής υπηρεσίας ενός περιουσιακού στοιχείου.

Αποθέματα (Inventories): Περιουσιακά στοιχεία:

(α) με τη μορφή υλικών ή εφοδίων προς ανάλωση στην παραγωγική διαδικασία,

(β) με τη μορφή υλικών ή εφοδίων προς ανάλωση ή διανομή κατά την παροχή υπηρεσιών,

(γ) που κατέχονται προς πώληση ή διανομή στο πλαίσιο των συνήθων λειτουργιών, ή

(δ) σε διαδικασία παραγωγής σε εξέλιξη για πώληση ή διανομή.

Απομείωση (Impairment): Είναι απώλεια μελλοντικών οικονομικών οφελών ή δυνατότητας παροχής υπηρεσίας ενός περιουσιακού στοιχείου, πέραν και πλέον της συστηματικής αναγνώρισης απώλειας μελλοντικών οικονομικών οφελών ή της δυνατότητας παροχής υπηρεσίας του περιουσιακού στοιχείου, μέσω της απόσβεσης.

Απόσβεση (Depreciation or amortization): Η συστηματική κατανομή του αποσβέσιμου ποσού ενός περιουσιακού στοιχείου στη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του. Ο όρος 'depreciation' χρησιμοποιείται για ενσώματα και ο όρος 'amortization' για άυλα περιουσιακά στοιχεία.

Αποσβέσιμο κόστος κτήσης χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή χρηματοοικονομικής υποχρέωσης (amortized cost of a financial asset or a financial liability): Το ποσό στο οποίο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή χρηματοοικονομική υποχρέωση επιμετράται κατά την αρχική αναγνώριση, μείον τις αποπληρωμές κεφαλαίου, πλέον ή μείον τη, βάσει της μεθόδου του αποτελεσματικού επιτοκίου, σωρευμένη απόσβεση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ του αρχικού ποσού και του ποσού κατά την ωρίμανση, προσαρμοσμένου, όταν αφορά σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, για τυχόν συνυπολογιζόμενες απώλειες.

Αποσβέσιμο ποσό (Depreciable amount): Αποσβέσιμο ποσό είναι το κόστος ενός περιουσιακού στοιχείου ή άλλο ποσό που υποκαθιστά το κόστος μείον την υπολειμματική του αξία.

Άυλα πάγια (Intangible assets): Αναγνωρίσιμα, μηνομισματικά περιουσιακά στοιχεία χωρίς φυσική υπόσταση.

Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (Current liabilities): Οι υποχρεώσεις ταξινομούνται ως βραχυπρόθεσμες όταν συντρέχει κάποιο από τα κατωτέρω κριτήρια:

(α) αναμένεται να διακανονισθούν εντός του κανονικού λειτουργικού κύκλου της οντότητας,

(β) κρατούνται πρωτίστως για εμπορικούς σκοπούς,

(γ) υπάρχει υποχρέωση να διακανονισθούν εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων,

(δ) η οντότητα δεν έχει άνευ όρων δικαίωμα να αναβάλλει τον διακανονισμό τους για δώδεκα (12) τουλάχιστον μήνες από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Όροι που θα μπορούσαν κατά την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου να έχουν ως αποτέλεσμα τον διακανονισμό των υποχρεώσεων με την έκδοση συμμετοχικών τίτλων, δεν επηρεάζουν την ταξινόμησή τους.

Γνωστοποίηση (Disclosure): Το σύνολο των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των επεξηγηματικών πληροφοριών και αναλύσεων, καθώς και εκείνων περί συγκεκριμένων στοιχείων που, αν και ουσιαστικά δεν ικανοποιούν τα κριτήρια αναγνώρισης, οφείλουν να γνωστοποιούνται.

Δαπάνη (Expenditure): Το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων ή ταμειακών ισοδύναμων ή η εύλογη αξία άλλου ανταλλάγματος που αναλώνεται για την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου ή την πραγματοποίηση εξόδου.

Δεσμευτικό γεγονός (Obligating event): Γεγονός ή συνθήκη που δημιουργεί νόμιμη ή τεκμαιρόμενη δέσμευση.

Ελεγχόμενη οντότητα (Controlled entity): Η οντότητα που ελέγχεται από άλλη οντότητα, άμεσα ή έμμεσα.

Ελέγχουσα (μητρική) οντότητα (Controlling entity): Η οντότητα που ελέγχει μία ή περισσότερες οντότητες.

Έλεγχος (Control): Μια οντότητα ελέγχει μιαν άλλη οντότητα όταν είναι εκτεθειμένη ή έχει δικαιώματα σε κυμαινόμενα οφέλη στο πλαίσιο της συμμετοχής της στην άλλη οντότητα και έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τη φύση ή το ποσό αυτών των οφελών μέσω της εξουσίας της επί της άλλης οντότητας.

Ενδεχόμενη υποχρέωση (Contingent liability): Είναι:

(α) μια δυνητική δέσμευση που προκύπτει από γεγονότα του παρελθόντος, η ύπαρξη της οποίας θα επιβεβαιωθεί μόνο από το εάν συμβεί ή δεν συμβεί ένα ή περισσότερα αβέβαια μελλοντικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι υπό την έλεγχο της οντότητας, ή

(β) μια παρούσα δέσμευση που προκύπτει από γεγονότα του παρελθόντος για την οποία:

(ι) δεν είναι πιθανό ότι θα απαιτηθεί εκροή πόρων που ενσωματώνουν οικονομικά οφέλη ή δυνατότητα παροχής υπηρεσιών, για τον διακανονισμό της δέσμευσης, ή

(ιι) το ποσό της δέσμευσης δεν μπορεί να επιμετρηθεί με επαρκή αξιοπιστία.

Ενδεχόμενο περιουσιακό στοιχείο (Contingent asset): Ένα πιθανό περιουσιακό στοιχείο που προκύπτει από γεγονότα του παρελθόντος, η ύπαρξη του οποίου θα επιβεβαιωθεί μόνο από το εάν συμβούν ή δεν συμβούν ένα ή περισσότερα αβέβαια μελλοντικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι πλήρως υπό τον έλεγχο της οντότητας.

Ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις (Consolidated financial statements): Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις μιας οικονομικής οντότητας.

Ενσώματα πάγια (Property, plant and equipment): Περιουσιακά στοιχεία που έχουν φυσική υπόσταση, τα οποία:

(α) κατέχονται για χρήση στην παραγωγή, την παροχή αγαθών και υπηρεσιών, για ενοικίαση σε άλλους ή για διοικητικούς σκοπούς, και

(β) αναμένεται να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια περισσότερων της μιας περιόδων αναφοράς.

Επενδυτικά ακίνητα (Investment property): Είναι ακίνητα (γη ή κτίριο/μέρος κτιρίου ή και τα δύο), που κατέχονται για εκμίσθωση, ή για αποκόμιση οφέλους από αύξηση της αξίας τους, ή και για τα δύο, παρά για:

(α) χρήση στην παραγωγή ή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών, ή για διοικητικούς σκοπούς, ή

(β) πώληση στο πλαίσιο των συνήθων δραστηριοτήτων.

Επενδυτικές δραστηριότητες (Investing activities): Αφορούν την απόκτηση και διάθεση μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων και άλλων επενδύσεων που δεν περιλαμβάνονται στα ταμειακά ισοδύναμα.

Έρευνα (Research): H πρωτότυπη και σχεδιασμένη διερεύνηση που αναλαμβάνεται με την προσδοκία απόκτησης νέας επιστημονικής ή τεχνικής γνώσης και κατανόησης.

Εύλογη αξία (Fair value): Το ποσό για το οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να ανταλλαχθεί ή μια υποχρέωση να διακανονισθεί, μεταξύ μερών που διαθέτουν τη γνώση και την ανεξαρτησία της βούλησης κατά τη συναλλαγή.

Ημερομηνία αναφοράς (Reporting date): Η ημερομηνία της τελευταίας ημέρας της περιόδου στην οποία αναφέρονται οι χρηματοοικονομικές αναφορές.

Ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών αναφορών (Financial reports' approval date): Είναι η ημερομηνία, κατά την οποία οι χρηματοοικονομικές αναφορές εγκρίνονται προς έκδοση από το αρμόδιο όργανο της οντότητας αναφοράς.

Ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα (Owner-occupied property): Είναι ακίνητα που ελέγχονται (π.χ. κατά κυριότητα ή με χρηματοδοτική μίσθωση), για διοικητικούς σκοπούς ή για χρήση στην παραγωγή ή την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών.

Καθαρά περιουσιακά στοιχεία/Καθαρή θέση (Net assets/equity): Το υπολειμματικό συμφέρον επί των περιουσιακών στοιχείων μιας οντότητας, μετά την αφαίρεση όλων των υποχρεώσεών της.

Καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία (Net realizable value): H εκτιμώμενη τιμή πώλησης στο πλαίσιο των συνήθων λειτουργιών, μείον τα εκτιμώμενα κόστη ολοκλήρωσης και τα εκτιμώμενα αναγκαία κόστη για την πώληση, ανταλλαγή ή διανομή.

Κοινή διευθέτηση (Joint arrangement): Η διευθέτηση κατά την οποία δύο ή περισσότερα μέρη έχουν κοινό έλεγχο.

Κοινή δραστηριότητα (Joint operation): Η κοινή διευθέτηση βάσει της οποίας τα μέρη, που έχουν κοινό έλεγχο, έχουν δικαιώματα στα περιουσιακά στοιχεία, και δεσμεύσεις για τις υποχρεώσεις, που σχετίζονται με αυτή.

Κοινός έλεγχος (Joint control): Ο συμφωνημένος καταμερισμός του ελέγχου σε μια διευθέτηση, μέσω μιας δεσμευτικής συμφωνίας, που υφίσταται μόνο όταν οι αποφάσεις για τις σχετικές δραστηριότητες απαιτούν την ομόφωνη συναίνεση των μερών που μοιράζονται τον έλεγχο.

Κοινοπρακτών (Joint venturer): Συμμετέχων σε κοινοπραξία, ο οποίος έχει κοινό έλεγχο επ' αυτής.

Κοινοπραξία (Joint venture): Κοινή διευθέτηση βάσει της οποίας τα μέρη που έχουν κοινό έλεγχο έχουν δικαιώματα στα καθαρά περιουσιακά στοιχεία της διευθέτησης.

Κόστος (Cost): Το ποσό των ταμειακών διαθεσίμων ή ταμειακών ισοδύναμων που πληρώνεται ή η εύλογη αξία άλλου ανταλλάγματος που δίνεται για την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου κατά τον χρόνο της απόκτησής ή κατασκευής του.

Κόστη δανεισμού (Borrowing costs): Τόκοι και άλλα έξοδα που προκύπτουν για την οντότητα σε σχέση με τον δανεισμό κεφαλαίων.

Κόστη συναλλαγής (Transaction costs): Επαυξητικά κόστη που αποδίδονται ευθέως στην απόκτηση, έκδοση ή διάθεση ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης. Επαυξητικά κόστη είναι εκείνα που δεν θα είχαν προκύψει αν δεν είχε γίνει η απόκτηση, έκδοση ή διάθεση αυτού του χρηματοοικονομικού μέσου.

Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία (Current assets): Τα περιουσιακά στοιχεία ταξινομούνται ως κυκλοφορούντα όταν συντρέχει κάποιο από τα κατωτέρω κριτήρια:

(α) αναμένεται να ρευστοποιηθούν, ή κρατούνται για πώληση ή ανάλωση εντός του κανονικού λειτουργικού κύκλου της οντότητας,

(β) κρατούνται πρωτίστως για εμπορικούς σκοπούς,

(γ) αναμένεται να ρευστοποιηθούν εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων,

(δ) αφορούν ταμειακά διαθέσιμα ή ταμειακά ισοδύναμα, εκτός και αν, για δώδεκα (12) τουλάχιστον μήνες από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, υπάρχει περιορισμός ως προς την ανταλλαγή τους ή τη χρησιμοποίησή τους για τον διακανονισμό μιας υποχρέωσης.

Όλα τα άλλα περιουσιακά στοιχεία ταξινομούνται ως μη κυκλοφορούντα.

Λειτουργικές δραστηριότητες (Operating activities): Οι δραστηριότητες της οντότητας εκτός των επενδυτικών και των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων.

Λειτουργική μίσθωση (Operating lease): Μια μίσθωση που δεν είναι χρηματοδοτική.

Λειτουργικό νόμισμα (Functional currency): Το νόμισμα του πρωταρχικού οικονομικού περιβάλλοντος εντός του οποίου λειτουργεί η οντότητα.

Λογιστικές πολιτικές (Accounting policies): Οι συγκεκριμένες αρχές, βάσεις επιμέτρησης, παραδοχές, κανόνες και πρακτικές που εφαρμόζονται από την οντότητα αναφοράς για την κατάρτιση και παρουσίαση των Χρηματοοικονομικών Αναφορών Γενικού Σκοπού (ΧΑΓΣ).

Λογιστική αξία (Carrying amount): Το ποσό με το οποίο ένα στοιχείο εμφανίζεται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις συγκεκριμένης περιόδου αναφοράς.

Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (Long-term liabilities): Οι υποχρεώσεις που βάσει του σχετικού ορισμού δεν εντάσσονται στις βραχυπρόθεσμες.

Μέθοδος αποτελεσματικού επιτοκίου (Effective interest rate method): Η μέθοδος υπολογισμού του αποσβέσιμου κόστους ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης και κατανομής, καθώς και αναγνώρισης του τόκου ως εσόδου ή εξόδου στη σχετική περίοδο. Το αποτελεσματικό επιτόκιο είναι το επιτόκιο που προεξοφλεί ακριβώς τις εκτιμώμενες μελλοντικές χρηματοροές κατά την αναμενόμενη διάρκεια ζωής ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης, στη μικτή λογιστική αξία του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή στο αποσβέσιμο κόστος της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης.

Μέθοδος καθαρής θέσης (Equity method): Λογιστική μέθοδος βάσει της οποίας μια επένδυση αναγνωρίζεται αρχικά στο κόστος και προσαρμόζεται στη συνέχεια, σύμφωνα με τις μετά την απόκτηση μεταβολές στην αναλογία των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/καθαρής θέσης της οντότητας στην οποία έχει γίνει η επένδυση. Το πλεόνασμα/έλλειμμα του επενδυτή περιλαμβάνει την αναλογία του επί του πλεονάσματος ή του ελλείμματος της οντότητας στην οποία έχει γίνει η επένδυση και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία/καθαρή θέση του επενδυτή περιλαμβάνουν την αναλογία του επί της μεταβολής των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/καθαρής θέσης της οντότητας στην οποία έχει γίνει η επένδυση που δεν έχει αναγνωριστεί στο πλεόνασμα ή το έλλειμμα της οντότητας στην οποία έχει γίνει η επένδυση.

Μέθοδος ολικής ενοποίησης (Full consolidation method): Λογιστική μέθοδος βάσει της οποίας μια ελέγχουσα οντότητα, ενοποιεί στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της, τα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων κάθε ελεγχόμενης από αυτή οντότητας, στοιχείο προς στοιχείο και γραμμή προς γραμμή, προσθέτοντας αυτά με τα ανάλογα δικά της κονδύλια, έτσι ώστε οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της να παρουσιάζονται ως χρηματοοικονομικές καταστάσεις της οικονομικής οντότητας.

Μέθοδος ποσοστού ολοκλήρωσης (Percentage of completion method): Μέθοδος σύμφωνα με την οποία τα έσοδα από συμβάσεις παροχής υπηρεσίας ή από κατασκευαστικά συμβόλαια αναγνωρίζονται με βάση το ποσοστό ολοκλήρωσης της σύμβασης στο τέλος της περιόδου αναφοράς.

Μελλοντικό οικονομικό όφελος ή δυνατότητα παροχής υπηρεσίας (Future economic benefit or service potential): Τα περιουσιακά στοιχεία αποτελούν για τις οντότητες μέσα για την επίτευξη των στόχων τους. 'Όταν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους σκοπούς της οντότητας για την παραγωγή/ παροχή αγαθών ή υπηρεσιών, αλλά δεν δημιουργούν καθαρές ταμειακές εισροές, αναφέρονται ως στοιχεία που ενσωματώνουν δυνατότητα παροχής υπηρεσίας, ενώ όταν χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία καθαρών ταμειακών εισροών αναφέρονται ως στοιχεία που ενσωματώνουν μελλοντικά οικονομικά οφέλη. Για την κάλυψη όλων των σκοπών για τους οποίους προορίζονται τα περιουσιακά στοιχεία, χρησιμοποιείται ο όρος "μελλοντικά οικονομικά οφέλη ή δυνατότητα παροχής υπηρεσίας".

Μη ελέγχουσες συμμετοχές (Non-controlling interest): Η αναλογία του πλεονάσματος ή του ελλείμματος και των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/καθαρής θέσης μιας ελεγχόμενης οντότητας, που δεν μπορεί να αποδοθεί, άμεσα, ή έμμεσα, στην ελέγχουσα (μητρική) οντότητα.

Μικτή λογιστική αξία ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου (Gross carrying amount of a financial asset): Το αποσβέσιμο κόστος ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, πριν την προσαρμογή για τυχόν συνυπολογιζόμενες απώλειες.

Μίσθωση (Lease): Συμφωνία βάσει της οποίας ο εκμισθωτής μεταφέρει στον μισθωτή, σε αντάλλαγμα μιας πληρωμής ή σειράς πληρωμών, το δικαίωμα χρήσης ενός περιουσιακού στοιχείου για συμφωνημένη χρονική περίοδο.

Νόμισμα παρουσίασης (Presentation currency): Το νόμισμα στο οποίο παρουσιάζονται οι ΧΑΓΣ. Το νόμισμα παρουσίασης μπορεί να ταυτίζεται με το λειτουργικό νόμισμα ή να είναι διαφορετικό από αυτό.

Νομισματικά στοιχεία (Monetary items): Μονάδες νομίσματος που κατέχονται και περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που θα εισπραχθούν ή πληρωθούν σε καθορισμένο ή προσδιορίσιμο αριθμό μονάδων νομίσματος.

Ξένο νόμισμα (Foreign currency): Ένα νόμισμα άλλο από το λειτουργικό νόμισμα της οντότητας.

Οικονομική ζωή (Economic life): Είναι είτε:

(α) η χρονική περίοδος κατά την οποία ένα περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να αποφέρει οικονομικά οφέλη ή να προσφέρει δυνατότητα παροχής υπηρεσιών σε έναν ή περισσότερους χρήστες, είτε

(β) ο αριθμός των μονάδων παραγωγής ή παρόμοιων μονάδων που αναμένεται να ληφθούν από το περιουσιακό στοιχείο από έναν ή περισσότερους χρήστες.

Οικονομική οντότητα (Economic entity): Η ελέγχουσα οντότητα και οι από αυτήν ελεγχόμενες οντότητες.

Ουσιώδης επιρροή σχετική με επενδύσεις σε άλλες οντότητες (Significant influence relating to interests in other entities): Η ικανότητα μιας οντότητας (επενδυτής)

να επηρεάζει τις χρηματοοικονομικές και λειτουργικές αποφάσεις μιας άλλης οντότητας, χωρίς να εξασκεί έλεγχο ή από κοινού έλεγχο επ' αυτής.

Παράγωγο (Derivative): Είναι χρηματοοικονομικό μέσο ή άλλη σύμβαση που πληροί και τα τρία κατωτέρω χαρακτηριστικά:

(α) η αξία του μεταβάλλεται σε σχέση με τη μεταβολή μιας μεταβλητής (καλούμενης συνήθως το «υποκείμενο»), όπως συγκεκριμένου επιτοκίου, τιμής χρηματοοικονομικού μέσου, τιμής εμπορεύματος, συναλλαγματικής ισοτιμίας, δείκτη τιμών ή ισοτιμιών, πιστωτικής διαβάθμισης ή πιστωτικού δείκτη, ή άλλης μεταβλητής, με την προϋπόθεση ότι, στην περίπτωση μη χρηματοοικονομικής μεταβλητής, η μεταβλητή δεν σχετίζεται ειδικά με αντισυμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης,

(β) δεν απαιτεί αρχική καθαρή επένδυση ή απαιτεί αρχική καθαρή επένδυση μικρότερη από αυτή που θα απαιτείτο για άλλους τύπους συμβάσεων που θα αναμενόταν να έχουν παρόμοια ανταπόκριση σε μεταβολές παραγόντων της αγοράς, και

(γ) διακανονίζεται σε μελλοντική ημερομηνία.

Περιουσιακά στοιχεία μακράς περιόδου κατασκευής ή παραγωγής (Qualifying asset): Είναι περιουσιακά στοιχεία που απαιτούν σημαντική χρονική περίοδο μέχρις ότου καταστούν έτοιμα για την προοριζόμενη χρήση ή πώλησή τους.

Πρόβλεψη (Provision): Μια υποχρέωση, σαφώς καθορισμένης φύσης, η οποία κατά την ημερομηνία σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είναι περισσότερο πιθανό να έχει καταστεί δεδουλευμένη από το να μην έχει καταστεί δεδουλευμένη, αλλά είναι αβέβαιη ως προς το ύψος ή/και τον χρόνο της εκροής πόρων που θα απαιτηθεί για τον διακανονισμό της.

Προκαταβολή (Prepayment): Η απαίτηση που προκύπτει από τη χορήγηση ταμειακών διαθεσίμων ή/και άλλων περιουσιακών στοιχείων, έναντι των οποίων θα ληφθούν αγαθά ή υπηρεσίες.

Σταθερή μέθοδος απόσβεσης (Straight line method of depreciation): Η ισομερής κατανομή της αποσβέσιμης αξίας ενός στοιχείου στη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του.

Συγγενής οντότητα (Associate): Μια οντότητα, επί της οποίας ο επενδυτής έχει ουσιώδη επιρροή.

Συναλλαγές ανταλλαγής (Exchange transactions): Συναλλαγές κατά τις οποίες η οντότητα λαμβάνει περιουσιακά στοιχεία ή υπηρεσίες, ή εκπληρώνει υποχρεώσεις, δίνοντας σε άλλη οντότητα περίπου ισόποση αξία ως άμεσο αντάλλαγμα, υπό το μορφή ως επί το πλείστον ταμειακών διαθεσίμων, αγαθών, υπηρεσιών ή χρήσης περιουσιακών στοιχείων.

Συναλλαγές που δεν αφορούν ανταλλαγή (Nonexchange transactions): Συναλλαγές οι οποίες δεν συνιστούν συναλλαγές ανταλλαγής, κατά τις οποίες η οντότητα είτε λαμβάνει αξία από άλλη οντότητα χωρίς να δώσει περίπου ισόποση αξία ως άμεσο αντάλλαγμα, είτε δίνει αξία σε άλλη οντότητα χωρίς να λάβει περίπου ισόποση αξία ως άμεσο αντάλλαγμα.

Συναλλαγματική ισοτιμία (Exchange rate): Η σχέση ανταλλαγής δύο νομισμάτων.

Συνυπολογιζόμενη απώλεια (Loss allowance): Το ποσό για αναμενόμενες ζημίες πιστώσεων, από χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που επιμετρώνται στο αποσβέσιμο κόστος ή στην εύλογη αξία μέσω της καθαρής περιουσίας/θέσης, καθώς και η πρόβλεψη για αναμενόμενες ζημίες πιστώσεων από δεσμεύσεις για παροχή δανείων και από συμβάσεις χρηματοοικονομικών εγγυήσεων.

Ταμειακά διαθέσιμα (Cash): Μετρητά εις χείρας και καταθέσεις όψεως.

Ταμειακά ισοδύναμα (Cash equivalents): Βραχυπρόθεσμες επενδύσεις υψηλού βαθμού ρευστότητας που είναι άμεσα μετατρέψιμες σε γνωστά ποσά ταμειακών διαθεσίμων και οι οποίες υπόκεινται σε ασήμαντο κίνδυνο μεταβολής της αξίας τους.

Τεκμαιρόμενη δέσμευση (Constructive obligation): Δέσμευση που προέρχεται από ενέργειες της οντότητας, όπου:

(α) μέσω καθιερωμένων πρακτικών του παρελθόντος, δημοσιευμένων πολιτικών ή μέσω επαρκώς εξειδικευμένης τρέχουσας δήλωσης, η οντότητα έχει δείξει σε άλλα μέρη ότι θα αναλάβει συγκεκριμένες ευθύνες και,

(β) ως αποτέλεσμα, η οντότητα έχει δημιουργήσει βάσιμη προσδοκία σε αυτά τα άλλα μέρη ότι θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές τις ευθύνες.

Υπολειμματική αξία ενσώματων ή άυλων παγίων (Residual value of property, plant and equipment or intangible assets): Το εκτιμώμενο ποσό που η οντότητα θα αποκτούσε επί του παρόντος από τη διάθεση ενός περιουσιακού στοιχείου μετά την αφαίρεση του εκτιμώμενου κόστους διάθεσης, εάν το περιουσιακό στοιχείο ήταν ήδη στην ηλικία και στις συνθήκες που αναμένονται κατά το τέλος της ωφέλιμης ζωής του.

Χρηματοδοτικές δραστηριότητες (Financing activities): Δραστηριότητες που καταλήγουν σε μεταβολή του μεγέθους και της σύνθεσης του εισφερθέντος κεφαλαίου και των δανείων της οντότητας.

Χρηματοδοτική μίσθωση (Finance lease): Μίσθωση που μεταβιβάζει ουσιωδώς όλους τους κινδύνους και ανταμοιβές που συνεπάγεται η ιδιοκτησία ενός περιουσιακού στοιχείου. Ο τίτλος ιδιοκτησίας είτε τελικά μεταβιβάζεται στον αντισυμβαλλόμενο είτε όχι.

Χρηματοοικονομικό μέσο (Financial instrument): Κάθε σύμβαση η οποία δημιουργεί χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο σε μια οντότητα και χρηματοοικονομική υποχρέωση ή συμμετοχικό τίτλο σε άλλη οντότητα.

Χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο (Financial asset): Κάθε στοιχείο που είναι:

(α) ταμειακά διαθέσιμα,

(β) συμμετοχικός τίτλος άλλης οντότητας,

(γ) συμβατικό δικαίωμα:

(ι) για λήψη ταμειακών διαθεσίμων ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου από άλλη οντότητα ή

(ιι) για ανταλλαγή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων με άλλη οντότητα υπό συνθήκες που είναι δυνητικά ευνοϊκές για την οντότητα, ή

(δ) σύμβαση που θα, ή μπορεί να, διακανονισθεί με ίδιους συμμετοχικούς τίτλους της οντότητας και είναι:

(ι) μη παράγωγο για το οποίο η οντότητα είναι υποχρεωμένη, ή μπορεί να υποχρεωθεί να λάβει μεταβλητό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της, ή

(ιι) παράγωγο το οποίο θα διακανονισθεί ή μπορεί να διακανονισθεί με οποιοδήποτε τρόπο, εκτός από ανταλλαγή σταθερού ποσού ταμειακών διαθεσίμων ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, με σταθερό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της.

Χρηματοοικονομική υποχρέωση (Financial liability): Κάθε υποχρέωση που αφορά:

(α) Συμβατική δέσμευση:

(ι) για παράδοση ταμειακών διαθεσίμων ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου σε άλλη οντότητα, ή

(ιι) για ανταλλαγή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων με άλλη οντότητα υπό συνθήκες που είναι δυνητικά δυσμενείς για την οντότητα, ή

(β) σύμβαση που θα, ή μπορεί να, διακανονισθεί με ίδιους συμμετοχικούς τίτλους της οντότητας και είναι:

(ι) μη παράγωγο για το οποίο η οντότητα είναι υποχρεωμένη ή μπορεί να υποχρεωθεί να παραδώσει μεταβλητό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της, ή

(ιι) παράγωγο το οποίο θα διακανονισθεί ή μπορεί να διακανονισθεί με οποιοδήποτε τρόπο, εκτός από ανταλλαγή σταθερού ποσού ταμειακών διαθεσίμων ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, για σταθερό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της.

Χρηματοροές ή ταμειακές ροές (Cash flows): Εισροές και εκροές ταμειακών διαθεσίμων και ταμειακών ισοδύναμων.

Ωφέλιμη ζωή (Useful life): Ωφέλιμη ζωή ενός περιουσιακού στοιχείου είναι είτε:

(α) η χρονική περίοδος κατά την οποία το περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να χρησιμοποιηθεί ή να είναι διαθέσιμο για χρήση από την οντότητα, ή

(β) ο αριθμός των μονάδων παραγωγής ή παρόμοιων μονάδων που η οντότητα αναμένει να λάβει από αυτό.»

Please rate this

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Total
0
Share