Αρχική ΒΑΣΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 54/2018 Παράρτημα 6 ΠΔ 54/2018 : Γενικοί ορισμοί Λογιστικής (General accounting definitions)

Παράρτημα 6 ΠΔ 54/2018 : Γενικοί ορισμοί Λογιστικής (General accounting definitions)

Αναγνώριση (Recognition). Η διαδικασία ενσωμάτωσης στον ισολογισμό ή και στην κατάσταση αποτελεσμάτων ενός στοιχείου που εμπίπτει στους σχετικούς ορισμούς του παρόντος και ικανοποιεί τα κάτωθι κριτήρια:

(α) είναι σφόδρα πιθανό ότι μελλοντικά οικονομικά οφέλη που σχετίζονται με το στοιχείο θα εισρεύσουν στην οντότητα ή θα εκρεύσουν από αυτή,

(β) το στοιχείο έχει κόστος ή αξία που μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα.

Ανακτήσιμο ποσό (Recoverable amount). Ανακτήσιμο ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας μονάδας δημιουργίας χρηματοροών είναι το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ:

α) εύλογης αξίας μείον το κόστος πώλησης, και

β) αξίας χρήσεως.

Αναλογική ενοποίηση (Proportionate consolidation). Λογιστική μέθοδος βάσει της οποίας το μερίδιο ενός κοινοπρακτούντος επί των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων, των εσόδων και των εξόδων μιας από κοινού ελεγχόμενης οντότητας, ενσωματώνεται γραμμή προς γραμμή στα όμοια στοιχεία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων του κοινοπρακτούντος ή αναφέρεται σε αυτές ως ξεχωριστή γραμμή.

Ανάπτυξη (Development). Η εφαρμογή των ευρημάτων της έρευνας ή άλλης γνώσης σε ένα πρόγραμμα ή σχέδιο για την παραγωγή νέων ή ουσιωδώς βελτιωμένων υλικών, μηχανημάτων, προϊόντων, διαδικασιών, συστημάτων, ή υπηρεσιών πριν την έναρξη της εμπορικής παραγωγής ή χρήσης.

Αντισταθμίζον στοιχείο (Hedging instrument). Καθορισμένο παράγωγο ή για αντισταθμίσεις μόνο κινδύνου μεταβολών ισοτιμίας ξένου νομίσματος, καθορισμένο μη παράγωγο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή μη παράγωγη υποχρέωση, η εύλογη αξία ή οι χρηματοροές του οποίου αναμένεται να συμψηφίσουν μεταβολές στην εύλογη αξία ή στις χρηματοροές καθορισμένου αντισταθμισμένου στοιχείου.

Αντισταθμισμένο στοιχείο (Hedged item). Περιουσιακό στοιχείο, υποχρέωση, βέβαιη δέσμευση, σχεδόν βέβαιη προβλεπόμενη συναλλαγή, ή καθαρή επένδυση σε αλλοδαπή εκμετάλλευση το οποίο:

(α) εκθέτει την οντότητα σε κίνδυνο μεταβολών εύλογης αξίας ή μελλοντικών χρηματοροών και,

(β) έχει καθορισθεί ως αντισταθμισμένο στοιχείο.

Αξία χρήσεως (Value in use). Είναι η παρούσα αξία των εκτιμώμενων μελλοντικών χρηματορών που αναμένεται να αντληθούν από τη συνεχή χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας μονάδας δημιουργίας χρηματοροών και από την διάθεσή του/της στο τέλος της ωφέλιμης ζωής του/της.

Απαίτηση (Receivable). Το δικαίωμα λήψεως κυρίως ταμιακών διαθεσίμων, ή και άλλων περιουσιακών στοιχείων.

Αποθέματα (Inventories). Περιουσιακά στοιχεία:

(α) με τη μορφή υλικών ή εφοδίων προς ανάλωση στην παραγωγική διαδικασία,

(β) με τη μορφή υλικών ή εφοδίων προς ανάλωση ή διανομή στην παροχή υπηρεσιών,

(γ) που κατέχονται προς πώληση ή διανομή στα πλαίσια των συνήθων λειτουργιών, ή

(δ) στη διαδικασία παραγωγής (παραγωγή σε εξέλιξη) για πώληση ή διανομή.

Απομείωση (Impairment). Είναι ζημία στα μελλοντικά οικονομικά οφέλη ή τη δυνατότητα παροχής υπηρεσίας ενός περιουσιακού στοιχείου, εκτός από τη συστηματική αναγνώριση των ζημιών των μελλοντικών οικονομικών οφελών ή της δυνατότητας παροχής υπηρεσίας του περιουσιακού στοιχείου, μέσω της απόσβεσης.

Απόσβεση (Depreciation or amortization). Η συστηματική κατανομή του αποσβέσιμου ποσού ενός περιουσιακού στοιχείου στη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του. Ο όρος depreciation χρησιμοποιείται για ενσώματα στοιχεία και ο όρος amortization για στοιχεία που δεν έχουν υλική μορφή. Η απόσβεση ξεκινάει από την ημερομηνία που το υποκείμενο στοιχείο είναι έτοιμο για τη χρήση που προορίζεται.

Αποσβέσιμο κόστος κτήσης χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή χρηματοοικονομικής υποχρέωσης με τη μέθοδο του αποτελεσματικού επιτοκίου ή την σταθερή μέθοδο (amortized cost of a financial asset or a financial liability by using the effective interest ratε, or the straight line method). Το ποσό στο οποίο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο ή χρηματοοικονομική υποχρέωση επιμετράται κατά την αρχική αναγνώριση, μείον πληρωμές κεφαλαίου, πλέον ή μείον τη σωρευμένη απόσβεση με τη χρήση της μεθόδου του αποτελεσματικού επιτοκίου ή τη σταθερή μέθοδο, οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ του αρχικού ποσού και του ποσού κατά την ωρίμανση, και μείον τυχόν μειώσεις (απευθείας ή μέσω αντίθετου λογαριασμού για απομείωση ή μη ει-σπραξιμότητα).

Αποσβέσιμο ποσό (Depreciable amount). Αποσβέσιμο ποσό είναι το κόστος ενός περιουσιακού στοιχείου ή άλλο ποσό που υποκαθιστά το κόστος μείον την υπολειμματική του αξία.

Άυλα πάγια (Intangible assets). Εξατομικεύσιμα - μη νομισματικά περιουσιακά στοιχεία χωρίς φυσική υπόσταση.

Βέλτιστη εκτίμηση (Best estimate). Το ποσό που λογικά θα απαιτείτο για το διακανονισμό ή τη μεταβίβαση σε τρίτο μέρος, παρούσας δέσμευσης, κατά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών.

Βιολογικό περιουσιακό στοιχείο (Biological asset). Ζών ζώο ή φυτό.

Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (Current liabilities). Οι υποχρεώσεις ταξινομούνται ως βραχυπρόθεσμες όταν συντρέχει κάποιο από τα κατωτέρω κριτήρια:

(α) αναμένεται να διακανονισθούν εντός του κανονικού λειτουργικού κύκλου της οντότητας,

(β) κρατούνται πρωτίστως για εμπορικούς σκοπούς,

(γ) οφείλονται να διακανονισθούν εντός 12 μηνών από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων,

(δ) η οντότητα δεν έχει άνευ όρων δικαίωμα να αναβάλλει τον διακανονισμό τους για δώδεκα τουλάχιστον μήνες από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Όροι που θα μπορούσαν κατά την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου να έχουν ως αποτέλεσμα το διακανονισμό των υποχρεώσεων με την έκδοση συμμετοχικών τίτλων, δεν επηρεάζουν την ταξινόμησή τους.

Γνωστοποίηση (Disclosure). Το σύνολο των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των επεξηγηματικών πληροφοριών και αναλύσεων.

Δαπάνη (Expenditure). Το σύνολο των ταμειακών διαθεσίμων ή ταμειακών ισοδύναμων ή η εύλογη αξία άλλου ανταλλάγματος που διατίθεται για την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου ή υπηρεσίας. Λογιστικά, η διενέργεια δαπάνης δημιουργεί είτε περιουσιακό στοιχείο είτε έξοδο.

Δέσμευση (Obligation). Καθήκον ή ευθύνη για ενέργεια ή συμπεριφορά με συγκεκριμένο τρόπο. Οι δεσμεύσεις μπορεί να επιβάλλονται από νόμο ως αποτέλεσμα δεσμευτικής σύμβασης ή νομοθετικής απαίτησης. Δεσμεύσεις μπορεί επίσης να προκύπτουν από συνήθη επιχειρηματική πρακτική, συνήθεια και επιθυμία διατήρησης καλών επιχειρηματικών σχέσεων ή ενέργειας με δίκαιο τρόπο.

Δικαιώματα μειοψηφίας (Minority interest). Η αναλογία του πλεονάσματος ή του ελλείμματος και των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/καθαρής θέσης μιας ελεγχόμενης οντότητας που αφορά τo μέρος εκείνο των εν λόγω στοιχείων, που δεν κατέχονται άμεσα ή έμμεσα, μέσω ελεγχόμενων οντοτήτων, από την ελέγχουσα (μητρική) οντότητα.

Δουλευμένο (Accrued). Παραδοχή κατά την οποία οι συναλλαγές και τα γεγονότα καταχωρούνται στο λογιστικό σύστημα της οντότητας και αναγνωρίζονται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις όταν οι συναλλαγές και τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα και όχι μόνον όταν διακανονίζονται ταμιακά,

Διευθύνουσα ή μητρική οντότητα (Controlling entity). Η οντότητα που έχει μία ή περισσότερες διευθυνόμενες οντότητες.

Διεύθυνση (Control). Η ικανότητα καθορισμού των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών πολιτικών άλλης οντότητας ώστε να αποκτάται όφελος από τις δραστηριότητές της.

Έλλειμμα (Deficit). Η καθαρή ζημία που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ εσόδων και εξόδων της περιόδου αναφοράς.

Ενδεχόμενη υποχρέωση (Contingent liability). Είναι:

(α) μια πιθανή δέσμευση που προκύπτει από γεγονότα του παρελθόντος η ύπαρξη της οποίας θα επιβεβαιωθεί μόνο από το εάν συμβεί ή δεν συμβεί ένα ή περισσότερα αβέβαια μελλοντικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι υπό την έλεγχο της οντότητας, ή

(β) μια παρούσα δέσμευση που προκύπτει από γεγονότα του παρελθόντος για την οποία:

(ι) δεν είναι σφόδρα πιθανό ότι θα απαιτηθεί εκροή πόρων που ενσωματώνουν οικονομικά οφέλη ή δυνατότητα παροχής υπηρεσιών, για το διακανονισμό της δέσμευσης και

(ιι) το ποσό της δέσμευσης δεν μπορεί να επιμετρηθεί με επαρκή αξιοπιστία.

Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις δεν αναγνωρίζονται ως υποχρεώσεις στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

Ενδεχόμενο περιουσιακό στοιχείο (Contingent asset). Ένα πιθανό περιουσιακό στοιχείο που προκύπτει από γεγονότα του παρελθόντος, η ύπαρξη του οποίου θα επιβεβαιωθεί μόνο από το εάν συμβούν ή δεν συμβούν ένα ή περισσότερα αβέβαια μελλοντικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι πλήρως υπό τον έλεγχο της οντότητας.

Τα ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία δεν αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

Ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις (Consolidated financial statements). Είναι οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις μιας οικονομικής οντότητας που παρουσιάζονται όπως οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις μιας επί μέρους οντότητας.

Ενσώματα πάγια (Fixed assets). Στοιχεία που έχουν φυσική μορφή τα οποία:

(α) κατέχονται για χρήση στην παραγωγή την παροχή αγαθών και υπηρεσιών, για ενοικίαση σε άλλους ή για διοικητικούς σκοπούς, και

(β) αναμένεται να χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια περισσότερων της μιας περιόδων αναφοράς.

Τα ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία είναι στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε επαναλαμβανόμενη ή συνεχή βάση στην παραγωγική διαδικασία για περισσότερα του ενός έτη. Το διακριτικό γνώρισμα των παγίων περιουσιακών στοιχείων δεν είναι ότι είναι διαρκή από φυσικής άποψης, αλλά ότι μπορούν να χρησιμοποιούνται σε επαναλαμβανόμενη ή συνεχή βάση στην παραγωγή για μεγάλο χρονικό διάστημα πέραν του ενός έτους. Κάποια αγαθά όπως τα ορυκτά (π.χ. ο γαιάνθρακας που χρησιμοποιείται ως καύσιμο), μπορεί από φυσικής άποψης να έχουν μεγάλη διάρκεια, δεν είναι όμως πάγια περιουσιακά στοιχεία διότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο μια φορά.

Έξοδα (Expenses). Μειώσεις οικονομικού οφέλους ή δυνατότητας παροχής υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της περιόδου με τη μορφή εκροών ή ανάλωσης περιουσιακών στοιχείων ή ανάληψης υποχρεώσεων, που καταλήγουν σε μείωση των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/ καθαρής θέσης, εξαιρουμένων αυτών που σχετίζονται με διανομές στους ιδιοκτήτες. Εκροές που διενεργούνται για λογαριασμό άλλης οντότητας, από την οποία και θα ανακτηθούν, δεν αποτελούν έξοδα, αλλά περιουσιακά στοιχεία (απαιτήσεις).

Επαληθευσιμότητα (Verifiability). Οι χρηματοοικονομικές αναφορές πληρούν το χαρακτηριστικό της επαληθευσιμότητας όταν επιτρέπουν στους χρήστες τους να επιβεβαιώνουν ότι οι πληροφορίες που περιέχουν αντιπροωπεύουν πιστά τα οικονομικά και άλλα φαινόμενα που προορίζονται να αντιπροσωπεύουν.

Επενδυτικά ακίνητα (Investment property). Είναι ακίνητα (γη ή κτίριο/μέρος κτιρίου ή και τα δύο), που κατέχονται για αποκόμιση εσόδων από ενοίκια ή κέρδος κεφαλαίου, ή και για τα δύο, και όχι για: (α) χρήση στην παραγωγή ή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών, ή για διοικητικούς σκοπούς, ή

(β) πώληση στα πλαίσια των συνήθων δραστηριοτήτων.

Επενδυτικές δραστηριότητες (Investing activities). Αφορούν την απόκτηση ή/και διάθεση μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων και άλλων επενδύσεων που δεν περιλαμβάνονται στα ταμιακά διαθέσιμα και ισοδύναμα.

Επικαιρότητα (Timeliness). Οι χρηματοοικονομικές αναφορές πληρούν το κριτήριο της επικαιρότητας όταν είναι διαθέσιμες στους χρήστες τους, πριν χάσουν την ικανότητά τους να είναι χρήσιμες για σκοπούς λογοδοσίας και λήψης αποφάσεων.

Επιμέτρηση (Measurement). H διαδικασία προσδιορισμού για λογιστικούς σκοπούς, της χρηματικής αξίας ενός στοιχείου των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, είτε κατά την αρχική του αναγνώριση είτε μεταγενέστερα.

Έρευνα (research). H πρωτότυπη και σχεδιασμένη διερεύνηση που αναλαμβάνεται με την προσδοκία απόκτησης νέας επιστημονικής ή τεχνικής γνώσεως και κατανόησης.

Έσοδα (Revenue). Μικτές εισροές οικονομικού οφέλους ή δυνατότητας παροχής υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της περιόδου, οι οποίες καταλήγουν σε αύξηση των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/καθαρής θέσης, εξαιρουμένων των αυξήσεων που σχετίζονται με εισφορές από τους ιδιοκτήτες. Εισροές σε χρήμα ή σε είδος που λαμβάνονται για λογαριασμό άλλης οντότητας, στην οποία και θα μεταβιβαστούν, δεν αποτελούν έσοδα αλλά υποχρεώσεις.

Εύλογη αξία (Fair value). Το ποσό για το οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να ανταλλαχθεί ή μια υποχρέωση να διακανονισθεί, μεταξύ μερών που γνωρίζουν και επιθυμούν τη διενέργεια συναλλαγής με εμπορικούς όρους.

Ημερομηνία αναφοράς (Reporting date). Η ημερομηνία της τελευταίας ημέρας της περιόδου αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών. Περίοδος αναφοράς είναι η χρονική περίοδος μεταξύ δύο διαδοχικών ημερομηνιών αναφοράς.

Ημερομηνία έγκρισης των χρηματοοικονομικών / αναφορών (Financialreports approval date). Είναι η ημερομηνία, μετά την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών αναφορών, κατά την οποία οι χρηματοοικονομικές αναφορές εγκρίνονται προς έκδοση από το αρμόδιο διοικητικό όργανο της οντότητας.

Θυγατρική οντότητα (subsidiary)/Διευθυνόμενη οντότητα (Controlled entity). Οντότητα που διευθύνεται από μητρική οντότητα, άμεσα ή έμμεσα.

Ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα (Owner - occupied property). Είναι ακίνητα (γη – κτίρια) που κατέχονται κατά κυριότητα ή/και με χρηματοδοτική μίσθωση, για χρήση στην παραγωγή ή για τον εφοδιασμό αγαθών ή υπηρεσιών, ή για διοικητικούς σκοπούς.

Καθαρή θέση/Καθαρά περιουσιακά στοιχεία (Equity/ Net assets). Το υπολειμματικό συμφέρον επί των περιουσιακών στοιχείων μιας οντότητας, μετά την αφαίρεση όλων των υποχρεώσεων (περιλαμβανομένων των προβλέψεων).

Καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία (Net realizable value). H εκτιμώμενη τιμή πώλησης στα πλαίσια των συνήθων λειτουργιών, μείον τα εκτιμώμενα κόστη ολοκλήρωσης και τα εκτιμώμενα κόστη που είναι αναγκαία για την πώληση, ανταλλαγή ή διανομή.

Κατανοητότητα (Understantability). Οι χρηματοοικονομικές αναφορές είναι κατανοητές όταν οι χρήστες αντιλαμβάνονται το νόημά τους.

Καταστροφικές ζημίες (Catastrophic losses). Mετα-βολές στην ποσότητα που προκύπτουν από μεγάλης κλίμακας, διακριτά και αναγνωρίσιμα γεγονότα που καταστρέφουν περιουσιακά στοιχεία.

Κατασχέσεις χωρίς αποζημίωση (Seizures). Καλύπτουν περιπτώσεις απόκτησης περιουσιακών στοιχείων άλλων οντοτήτων, χωρίς πλήρη αποζημίωση, για λόγους άλλους εκτός από την πληρωμή φόρων, προστίμων ή παρόμοιων επιβαρύνσεων. Η κατάσχεση περιουσίας που σχετίζεται με εγκληματική δραστηριότητα θεωρείται πρόστιμο.

Καταχώρηση (Recording). Είναι η διαδικασία εισαγωγής πληροφοριών και δεδομένων στο λογιστικό σύστημα για πρώτη φορά. Για παράδειγμα, η υποβολή, από υπόχρεο φορολογούμενο, δήλωσης οφειλόμενου φόρου στο σύστημα παρακολούθησης των φόρων του κράτους, συνιστά καταχώριση. Ομοίως, η εντολή για έκδοση από το σύστημα βεβαιώσεων οφειλόμενων φόρων ή εισφορών προς τους υπόχρεους, συνιστά καταχώριση.

Κοινή διευθέτηση (Joint arrangement). Διευθέτηση κατά την οποία δύο ή περισσότερα μέρη έχουν κοινή κατεύθυνση. Οι κοινές διευθετήσεις διακρίνονται σε κοινοπραξίες και κοινές λειτουργίες/δραστηριότητες.

Κοινή λειτουργία/δραστηριότητα (Joint operation). Κοινή διευθέτηση βάσει της οποίας τα μέρη που έχουν κοινή κατεύθυνση της διευθέτησης έχουν δικαιώματα στα περιουσιακά στοιχεία και τις δεσμεύσεις των υποχρεώσεων που σχετίζονται με αυτή (διευθέτηση).

Κοινή διεύθυνση (Joint control). Δεσμευτική συμφωνία κατανομής διευθέτησης, που υφίσταται μόνο όταν οι αποφάσεις για τις σχετικές δραστηριότητες απαιτούν την ομόφωνη συναίνεση των μερών που μοιράζονται την διεύθυνση.

Κοινοπρακτών (Venturer). Συμμετέχων σε κοινοπραξία που έχει κοινή διεύθυνση επί αυτής

Κοινοπραξία (Joint venture). Κοινή διευθέτηση βάσει της οποίας τα μέρη που έχουν κοινή διεύθυνση της διευθέτησης έχουν δικαιώματα στα καθαρά περιουσιακά στοιχεία της (διευθέτησης).

Κόστος (Cost). Το ποσό ταμιακών διαθεσίμων ή ταμιακών ισοδύναμων που πληρώνεται ή η εύλογη αξία άλλου ανταλλάγματος που δίδεται για την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου κατά το χρόνο της απόκτησής του ή κατασκευής του.

Κόστος δανεισμού (Borrowing costs). Αφορά τόκους και άλλα έξοδα που αναλαμβάνονται αναφορικά με δανειακά κεφάλαια.

Κόστη συναλλαγής (Tranasaction costs). Επαυξητικά κόστη που αποδίδονται ευθέως στην απόκτηση, έκδοση ή διάθεση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων. Επαυξητικά κόστη είναι εκείνα που θα είχαν αποφευχθεί αν δεν είχε γίνει απόκτηση, έκδοση ή διάθεση των χρηματοοικονομικών μέσων.

Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία (Current assets). Τα περιουσιακά στοιχεία ταξινομούνται ως κυκλοφορούντα όταν συντρέχει κάποιο από τα κατωτέρω κριτήρια:

(α) αναμένεται να ρευστοποιηθούν, ή κρατούνται για πώληση ή ανάλωση εντός του κανονικού λειτουργικού κύκλου της οντότητας,

(β) κρατούνται πρωτίστως για εμπορικούς σκοπούς,

(γ) αναμένεται να ρευστοποιηθούν εντός 12 μηνών από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων,

(δ) αφορούν ταμιακά διαθέσιμα ή ταμιακά ισοδύναμα, εξαιρουμένων των εν λόγω στοιχείων για τα οποία υπάρχει περιορισμός στην ανταλλαγή τους ή τη χρησι-μοποίησή τους για τον διακανονισμό υποχρεώσεων για 12 τουλάχιστον μήνες από την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

Όλα τα άλλα περιουσιακά στοιχεία ταξινομούνται ως μη κυκλοφορούντα.

Λειτουργικές δραστηριότητες (Operating activities). Αφορούν δραστηριότητες της οντότητας εκτός των επενδυτικών και των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων.

Λειτουργική μίσθωση (Operating lease). Μια μίσθωση που δεν είναι χρηματοδοτική.

Λειτουργικό νόμισμα (Functional currency). Το νόμισμα του πρωταρχικού οικονομικού περιβάλλοντος στο οποίο λειτουργεί η οντότητα.

Λογιστικά αρχεία (Accounting records). Είναι ηλεκτρονικά ή φυσικά μέσα, στα οποία περιέχονται πληροφορίες αναγκαίες για την κατάρτιση και τον έλεγχο των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, καθώς και τη σύνταξη του προϋπολογισμού και του απολογισμού της οντότητας. Τα λογιστικά αρχεία περιλαμβάνουν βάσεις πρωτογενών πληροφοριακών δεδομένων, λογιστικά στοιχεία (παραστατικά) και βιβλία στα οποία καταχωρούνται και συγκεντρώνονται τα δεδομένα. Όταν στην τήρηση των αρχείων χρησιμοποιούνται συντομεύσεις ή σύμβολα, το νόημά τους ορίζεται με σαφήνεια.

Λογιστικά στοιχεία ή παραστατικά (Accounting documents). Λογιστικά στοιχεία ή παραστατικά είναι τα πάσης φύσεως στοιχεία, που τηρούνται ή και εκδίδονται από την οντότητα ή από τρίτο σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, για την τεκμηρίωση των δραστηριοτήτων της.

Λογιστικές πολιτικές (Accounting policies). Οι συγκεκριμένες αρχές, βάσεις επιμέτρησης, παραδοχές, κανόνες και πρακτικές που εφαρμόζονται από τις οντότητες για την κατάρτιση και παρουσίαση των χρηματοοικονομικών αναφορών.

Λογιστική αξία (Accounting or book value). Το ποσό με το οποίο ένα στοιχείο εμφανίζεται στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

Λογιστικό σύστημα (Accounting system). Το λογιστικό σύστημα περιλαμβάνει τα λογιστικά αρχεία και τις διαδικασίες για την καταγραφή των συναλλαγών, γεγονότων και λοιπών πράξεων, καθώς και για την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, του προϋπολογισμού, του απολογισμού και των εθνικών λογαριασμών. Η εισαγωγή, των χρηματοοικονομικών πληροφοριών στο λογιστικό σύστημα και η επεξεργασία τους πρέπει να γίνεται με τρόπο που διασφαλίζει την αξιόπιστη παραγωγή αναφορών για διοικητικούς, λογιστικούς και λοιπούς σκοπούς.

Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (Long term liabilities). Οι υποχρεώσεις που δεν εντάσσονται ως βραχυπρόθεσμες, βάσει του σχετικού ορισμού.

Μέθοδος αποτελεσματικού επιτοκίου (Effective interest rate method). Μέθοδος υπολογισμού του απο-σβέσιμου κόστους κτήσης ενός χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή μιας χρηματοοικονομικής υποχρέωσης και κατανομής του τόκου ως εσόδου ή εξόδου στη σχετική περίοδο. Το αποτελεσματικό επιτόκιο είναι το επιτόκιο που προεξοφλεί ακριβώς τις εκτιμώμενες μελλοντικές χρηματοροές στην αναμενόμενη ζωή του χρηματοοικονομικού μέσου ή κατά περίπτωση σε μικρότερη περίοδο, στην καθαρή λογιστική αξία του χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου ή της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης.

Μέθοδος καθαρής θέσης (Equity method). Λογιστική μέθοδος βάσει της οποίας μια επένδυση αναγνωρίζεται αρχικά στο κόστος κτήσης και προσαρμόζεται στη συνέχεια, με τις μετά την απόκτηση μεταβολές στην αναλογία των καθαρών περιουσιακών στοιχείων/καθαρής θέσης της επένδυσης. Το έσοδο/έξοδο (πλεόνασμα/έλλειμμα) του επενδυτή περιλαμβάνει την αναλογία του επί του πλεονάσματος ή του ελλείμματος της επένδυσης.

Μέθοδος ολικής ενοποίησης (Full consolidation method). Λογιστική μέθοδος βάσει της οποίας μια μητρική (διευθύνουσα) οντότητα, περιλαμβάνει στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της, τα κονδύλια των χρηματοοικονομικών καταστάσεων μιας θυγατρικής (διευθυνόμενης) από αυτή οντότητας, γραμμή προς γραμμή, προσθέτοντας αυτά με τα όμοια δικά της κονδύλια, έτσι ώστε οι ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις αυτών των οντοτήτων να παρουσιάζουν τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες, ως οι ενοποιούμενες οντότητες να ήταν μία οντότητα.

Μέθοδος ποσοστού ολοκλήρωσης (Percentage of completion method). Μέθοδος στην οποία τα έσοδα από συμβάσεις παροχής υπηρεσίας ή κατασκευαστικά συμβόλαια αναγνωρίζονται με βάση το ποσοστό ολοκλήρωσης της σύμβασης. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, το έσοδο συσχετίζεται με το κόστος που έχει αναληφθεί, σε σχέση με το συνολικό απαιτούμενο κόστος, για να επιτευχθεί το στάδιο ολοκλήρωσης της σύμβασης στο τέλος της περιόδου αναφοράς του πωλητή, με αποτέλεσμα να προκύπτουν έσοδα και έξοδα που αναλογούν στο μέρος της υπηρεσίας ή του έργου που έχει ολοκληρωθεί.

Μελλοντικό οικονομικό όφελος ή δυνατότητα παροχής υπηρεσίας (Future economic benefit or service potential). Τα περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται από τις οντότητες για την επίτευξη των στόχων τους. Όταν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν δημιουργούν άμεσα χρηματοροές, αναφέρονται ως στοιχεία που ενσωματώνουν δυνατότητα παροχής υπηρεσίας, ενώ όταν χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία καθαρών χρηματοροών αναφέρονται ως στοιχεία που ενσωματώνουν μελλοντικό οικονομικό όφελος. Συνεπώς, για την κάλυψη όλων των σκοπών για τους οποίους προορίζονται τα περιουσιακά στοιχεία, χρησιμοποιείται ο όρος μελλοντικό οικονομικό όφελος ή δυνατότητα παροχής υπηρεσίας.

Μίσθωση (Lease). Συμφωνία βάσει της οποίας ο εκμισθωτής μεταφέρει στον μισθωτή, σε αντάλλαγμα μιας πληρωμής ή σειράς πληρωμών, το δικαίωμα χρήσης ενός περιουσιακού στοιχείου για συμφωνημένη χρονική περίοδο.

Νόμισμα παρουσίασης (Presentation currency). Το νόμισμα στο οποίο παρουσιάζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Το νόμισμα παρουσίασης μπορεί να ταυτίζεται με το λειτουργικό νόμισμα ή να είναι διαφορετικό από αυτό.

Νομισματικά στοιχεία (Monetary items). Μονάδες νομίσματος και περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που θα εισπραχθούν ή πληρωθούν σε σταθερό ή προσδιο-ρίσιμο αριθμό μονάδων νομίσματος.

Ξένο νόμισμα (Foreign currency). Ένα νόμισμα άλλο από το λειτουργικό νόμισμα της οντότητας.

Οικονομική εμφάνιση (Economic appearance). Αναφέρεται στην αύξηση της ποσότητας παγίων περιουσιακών στοιχείων που δεν είναι αποτέλεσμα παραγωγής, π.χ. ιστορικά μνημεία, τιμαλφή και πόροι υπεδάφους, όταν η αξία τους αναγνωρίζεται για πρώτη φορά στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.

Οικονομική εξαφάνιση (Economic disappearance). Αναφέρεται στην εξάντληση φυσικών πόρων, υποτίμηση της αξίας αποκτηθείσας υπεραξίας και παρόμοιες ροές μη παραγόμενων περιουσιακών στοιχείων.

Οικονομική ζωή (Economic life). Είτε:

(α) η περίοδος στην οποία ένα περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να αποφέρει οικονομικά οφέλη ή να έχει τη δυνατότητα παροχής υπηρεσιών σε ένα ή περισσότερους χρήστες, είτε

(β) ο αριθμός των μονάδων παραγωγής ή παρόμοιων μονάδων που αναμένεται να αποκτηθούν από το περιουσιακό στοιχείο από έναν ή περισσότερους χρήστες.

Οικονομική οντότητα (Economic entiy). Όμιλος οντοτήτων που αποτελούνται από μια διευθύνουσα οντότητα και μία ή περισσότερες διευθυνόμενες οντότητες.

Ουσιώδης επιρροή (Significant influence). Η ικανότητα μια οντότητας (επενδυτής) να επηρεάζει τις χρηματοοικονομικές και λειτουργικές αποφάσεις μιας άλλης οντότητας, χωρίς να έχει την διεύθυνση ή την από κοινού διεύθυνση αυτής. Τεκμαίρεται ότι υπάρχει ουσιώδης επιρροή όταν η οντότητα κατέχει άμεσα ή έμμεσα το 20% τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου της άλλης οντότητας, εκτός εάν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι αυτό δεν συμβαίνει.

Πάγια και αποθέματα μακράς περιόδου κατασκευής ή παραγωγής (Qualifying asset). Είναι ενσώματα πάγια, άυλα στοιχεία, ή αποθέματα που υποχρεωτικά απαιτούν σημαντική περίοδο χρόνου μέχρις ότου καταστούν έτοιμα για την προοριζόμενη χρήση ή πώλησή τους.

Παράγωγο (Derivative). Είναι χρηματοοικονομικό μέσο ή άλλη σύμβαση που πληροί και τα τρία κατωτέρω χαρακτηριστικά:

(α) η αξία του μεταβάλλεται σε σχέση με την μεταβολή συγκεκριμένου επιτοκίου, τιμής χρηματοοικονομικού μέσου, τιμής εμπορεύματος, συναλλαγματικής ισοτιμίας, δείκτη τιμών, πιστωτικής διαβάθμισης ή πιστωτικού δείκτη, ή άλλης μεταβλητής, με την προϋπόθεση στην περίπτωση μη χρηματοοικονομικής μεταβλητής, ότι η μεταβλητή δεν είναι ειδική μέρους της σύμβασης, (καλούμενη συνήθως το «υποκείμενο»),

(β) δεν απαιτεί αρχική καθαρή επένδυση ή απαιτεί αρχική καθαρή επένδυση μικρότερη από αυτή που θα απαιτείτο για άλλους τύπους συμβάσεων που θα αναμενόταν να έχουν παρόμοια ανταπόκριση σε μεταβολές παραγόντων της αγοράς, και

(γ) διακανονίζεται σε μελλοντική ημερομηνία.

Περιουσιακά στοιχεία (Assets). Πόροι που κατευθύνονται από την οντότητα ως αποτέλεσμα γεγονότων του παρελθόντος, από τους οποίους αναμένεται να εισρεύσουν στη οντότητα μελλοντικά οικονομικά οφέλη ή οι οποίοι ενσωματώνουν τη δυνατότητα παροχής υπηρεσιών.

Πιστή απεικόνιση (Faithfull representation). Οι χρηματοοικονομικές αναφορές πληρούν το χαρακτηριστικό της πιστής απεικόνισης όταν οι πληροφορίες που παρέχουν είναι πλήρεις, ουδέτερες και δεν περιέχουν ουσιώδη λάθη.

Πλεόνασμα (Surplus).To καθαρό κέρδος που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ εσόδων και εξόδων της περιόδου αναφοράς.

Πρόβλεψη (Provision). Μια υποχρέωση σαφώς καθορισμένης φύσης η οποία κατά την ημερομηνία σύνταξης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων είναι περισσότερο πιθανό να συμβεί από το να μη συμβεί, αλλά είναι αβέβαιη ως προς το ποσό ή/και το χρόνο που θα προκύψει. Η πρόβλεψη αντιπροσωπεύει την βέλτιστη εκτίμηση του ποσού που θα απαιτηθεί για την κάλυψη της σχετικής υποχρέωσης.

Προκαταβολή (Prepayment). Αφορά τη χορήγηση ταμιακών διαθεσίμων ή/και άλλων περιουσιακών στοιχείων, έναντι των οποίων θα ληφθούν αγαθά ή υπηρεσίες.

Σημαντικό – Σημαντικότητα (Material - Materiality). Παραλείψεις ή σφάλματα στοιχείων είναι σημαντικά εάν θα μπορούσαν ατομικά ή συνολικά να επηρεάσουν τις αποφάσεις ή τις εκτιμήσεις των χρηστών που βασίζονται στις χρηματοοικονομικές αναφορές. Η σημαντικότητα εξαρτάται από τη φύση και το μέγεθος της παράλειψης ή του σφάλματος, όπως αυτά κρίνονται στις εκάστοτε περιστάσεις. Η φύση ή το μέγεθος των στοιχείων ή συνδυασμός και των δύο θα μπορούσε να είναι καθοριστικός παράγοντα.

Σταθερή μέθοδος απόσβεσης (Straight line method of depreciation). Η σταθερή μέθοδος απόσβεσης αφορά την ισομερή κατανομή της αποσβέσιμης αξίας ενός στοιχείου στη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του με την προϋπόθεση ότι δεν αλλάζει η υπολειμματική αξία του.

Συγγενής οντότητα (associated entity). Μια οντότητα, περιλαμβανομένης μιας οντότητας χωρίς νομική μορφή όπως ένας συνεταιρισμός, επί της οποίας ο επενδυτής έχει ουσιώδη επιρροή, και η οποία δεν είναι ούτε θυγατρική ούτε κοινοπραξία.

Συγκρισιμότητα (Comparability). Οι χρηματοοικονομικές αναφορές πληρούν το κριτήριο της συγκρισιμότητας όταν παρέχουν την ικανότητα στους χρήστες τους, να εντοπίζουν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ δύο καταστάσεων.

Συναλλαγματική ισοτιμία (Exchange rate). Η σχέση ανταλλαγής δύο νομισμάτων.

Συναλλαγές ανταλλαγής (Exchange transactions). Συναλλαγές κατά τις οποίες η οντότητα λαμβάνει περιουσιακά στοιχεία ή υπηρεσίες, ή παύει να αναγνωρίζει υποχρεώσεις, δίνοντας κατευθείαν ως αντάλλαγμα σε άλλη οντότητα περίπου ίσης αξίας ταμιακά διαθέσιμα, αγαθά, υπηρεσίες ή τη χρήση περιουσιακών στοιχείων της.

Συναλλαγές που δεν αφορούν ανταλλαγή (Non -exchange transactions). Συναλλαγές κατά τις οποίες η οντότητα είτε λαμβάνει αξία από άλλη οντότητα χωρίς να δώσει κατευθείαν αντάλλαγμα περίπου ίσης αξίας, είτε δίδει αξία σε άλλη οντότητα χωρίς να λάβει κατευθείαν αντάλλαγμα ίσης περίπου αξίας.

Συνέχιση της δραστηριότητας (Going concern). Παραδοχή κατά την οποία η οντότητα που καταρτίζει χρηματοοικονομικές αναφορές, θα συνεχίσει να λειτουργεί και να ανταποκρίνεται στις νομικές και άλλες δεσμεύσεις της στο προβλεπτό μέλλον.

Σφόδρα πιθανό (probable). Η πολύ υψηλή πιθανότητα επέλευσης ενός γεγονότος, ενδεικτικά άνω του 75%.

Σχετικότητα (Relevance). Οι χρηματοοικονομικές αναφορές πληρούν το χαρακτηριστικό της σχετικότητας όταν παρέχουν την δυνατότητα της επιβεβαίωσης ή και της πρόβλεψης των πληροφοριών.

Ταμιακά διαθέσιμα ή μετρητά (Cash). Μετρητά εις χείρας και καταθέσεις όψεως.

Ταμιακά ισοδύναμα (Cash equivalents). Βραχυπρόθεσμες υψηλής ρευστοποίησης επενδύσεις που είναι άμεσα μετατρέψιμες σε γνωστά ποσά μετρητών και οι οποίες υπόκεινται σε ασήμαντο κίνδυνο μεταβολής της αξίας τους.

Τεκμαιρόμενη δέσμευση (Constructive obligation). Δέσμευση που προέρχεται από ενέργειες της οντότητας, όπου:

(α) από καθιερωμένο πρόγραμμα πρακτικής του παρελθόντος, δημοσιευμένες πολιτικές ή από επαρκώς καθορισμένη τρέχουσα δήλωση, η οντότητα έχει δείξει σε άλλα μέρη ότι θα αποδεχθεί ορισμένες ευθύνες και,

(β) ως αποτέλεσμα, η οντότητα έχει δημιουργήσει βάσιμη προσδοκία στην πλευρά των άλλων μερών ότι θα εκπληρώσει αυτές τις ευθύνες της.

Υβριδικό ή συνδυαστικό μέσο (Hybrid or combined instrument). Χρηματοοικονομικό μέσο που περιλαμβάνει κύρια σύμβαση και ένα ή περισσότερα (ενσωματωμένα) παράγωγα.

Υπολειμματική αξία (Ρesidual value). Το εκτιμώμενο ποσό που η οντότητα θα αποκτούσε από την διάθεση ενός περιουσιακού στοιχείου μετά την αφαίρεση του εκτιμώμενου κόστους διάθεσης, εάν το περιουσιακό στοιχείο ήταν ήδη στη ηλικία και στις συνθήκες που αναμένονται κατά το τέλος της ωφέλιμης ζωής του. Η υπολειμματική αξία, όταν γίνεται χρήση της, επανεκτιμάται σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

Υποχρεώσεις (Liabilities). Παρούσες δεσμεύσεις της οντότητας που προκύπτουν από γεγονότα του παρελθόντος, ο διακανονισμός των οποίων αναμένεται να καταλήξει σε εκροή πόρων από την οντότητα, οι οποίοι ενσωματώνουν οικονομικά οφέλη ή δυνατότητα παροχής υπηρεσιών.

Χρηματοδοτικές δραστηριότητες (Financing activities). Δραστηριότητες που καταλήγουν σε μεταβολή του μεγέθους και της σύνθεσης του εισφερθέντος κεφαλαίου και των δανείων της οντότητας.

Χρηματοδοτική μίσθωση (Finance or Capital lease). Μίσθωση που μεταβιβάζει ουσιωδώς όλους τους κινδύνους και τις ανταμοιβές της ιδιοκτησίας ενός περιουσιακού στοιχείου. Ο τίτλος ιδιοκτησίας στο τέλος μπορεί είτε να μεταβιβάζεται είτε όχι.

Χρηματοοικονομικό μέσο (Financial instrument). Σύμβαση η οποία δημιουργεί χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο σε μια οντότητα και χρηματοοικονομική υποχρέωση ή συμμετοχικό τίτλο σε άλλη οντότητα.

Χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο (Financial asset). Κάθε στοιχείο που είναι:

(α) ταμιακά διαθέσιμα (μετρητά),

(β) συμμετοχικός τίτλος άλλης οντότητας,

(γ) συμβατικό δικαίωμα:

(ι) για λήψη μετρητών ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου από άλλη οντότητα ή

(ιι) για ανταλλαγή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων με άλλη οντότητα υπό συνθήκες που είναι πιθανά ευνοϊκές για την οντότητα, ή

(δ) σύμβαση που μπορεί να διακανονισθεί σε ίδιους συμμετοχικούς τίτλους της οντότητας και είναι:

(ι) μη παράγωγο για το οποίο η οντότητα είναι υποχρεωμένη, ή μπορεί να υποχρεωθεί να λάβει μεταβλητό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της, ή

(ιι) παράγωγο το οποίο θα διακανονισθεί ή μπορεί να διακανονισθεί με οποιοδήποτε τρόπο εκτός από ανταλλαγή σταθερού ποσού ταμιακών διαθεσίμων ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου με σταθερό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της.

Χρηματοοικονομική υποχρέωση (Financial liability). Κάθε υποχρέωση που αφορά:

(α) Συμβατική δέσμευση:

(ι) για παράδοση ταμιακών διαθεσίμων (μετρητών) ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου σε άλλη οντότητα, ή

(ιι) για ανταλλαγή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων με άλλη οντότητα υπό συνθήκες που είναι πιθανά δυσμενείς για την οντότητα, ή

(β) σύμβαση που θα διακανονισθεί ή μπορεί να διακανονισθεί με ίδιους συμμετοχικούς τίτλους της οντότητας και είναι:

(ι) μη παράγωγο για το οποίο η οντότητα είναι υποχρεωμένη ή μπορεί να υποχρεωθεί να παραδώσει μεταβλητό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της, ή

(ιι) παράγωγο το οποίο θα διακανονισθεί ή μπορεί να διακανονισθεί με οποιοδήποτε τρόπο εκτός από ανταλλαγή σταθερού ποσού ταμιακών διαθεσίμων ή άλλου χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου για σταθερό αριθμό συμμετοχικών τίτλων της.

Χρηματοροές ή ταμιακές ροές (Cash flows). Εισροές και εκροές μετρητών και ταμιακών ισοδύναμων.

Ωφέλιμη ζωή (Useful life). Ωφέλιμη ζωή ενός περιουσιακού στοιχείου είναι είτε:

(α) η περίοδος κατά την οποία το περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να είναι διαθέσιμο για χρήση από την οντότητα, ή

(β) ο αριθμός των μονάδων παραγωγής ή παρόμοιων μονάδων που η οντότητα αναμένει να αποκτήσει από αυτό.

Η ωφέλιμη ζωή επανεκτιμάται σε κάθε ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. - Το παράρτημα 6 καταργήθηκε με την παρ.2Β του άρθρου 31 του Ν. 4772/21.

Please rate this

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Total
0
Share